Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'.
Ἐκ βρέφους τοῦ Πνεύματος, ὀφθεὶς
δοχεῖον λαμπρόν, θαυμάτων ἐπλούτησας, τὴν παρ' αὐτοῦ δωρεάν, Φωκᾶ ἱερώτατε ὅθεν ἱερουργήσας, τῷ Σωτῆρι ὁσίως,
ἔπιες ἐν ἀθλήσει, τὸ ποτήριον τούτου ᾧ πρέσβευε δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


 

 

Ἀνακοινώσεις
No records
Ὁ Βίος του Ἁγ.Ιερομάρτυρα Φωκᾶ τοῦ Θαυματουργοῦ

          

Ἡ Ἱστορία τοῦ Μεσαχωρίου καί τοῦ Ιεροῦ Ναοῦ

Ἃρθρα
Η δίκη του Χριστού - Μια νομική ανάλυση

Όταν ο Πιλάτος βεβαιώθηκε για την αθωότητα του Χριστού και θέλησε να τον απολύσει τότε οι Ιουδαίοι φώναξαν: "Ημείς νόμον έχομεν και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι Θεού υιόν εαυτόν εποίησε." (Ιωάν.10'7). Αυτή είναι και η σημερινή θέση των Εβραίων. Ισχυρίζονται ότι ο Χριστός παρέβη πράγματι το Μωσαϊκό Νόμο και δίκαια κατεδικάσθη σε θάνατο. Είναι δυνατόν όμως η ανθρώπινη Δικαιοσύνη να έφθασε σε τέτοια αντίθεση προς τη Θεία Δικαιοσύνη ώστε να καταδικάσει σε θάνατο τον ίδιο το Θεό και εν ονόματι του Νόμου να θανατώσει το Δημιουργό; Το βασικό λοιπόν ερώτημα είναι αν η δίκη του Χριστού ήτανε μία δίκαιη δίκη, κατά το ανθρώπινο μέτρο, αν δηλαδή έγινε σύμφωνα με το νόμο και τη δικονομία. Η δικαιοσύνη την εποχή του Χριστού βρισκόταν σε αρκετά ψηλό επίπεδο. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο σε λίγα θέματα υστερούσε από το σημερινό ευρωπαϊκό δίκαιο και το εβραϊκό ήτανε ιεροκρατικό και στηριζόταν στο Μωσαϊκό Νόμο. Τα εβραϊκά δικαστήρια ήτανε πολυμελή. Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το Μέγα Συνέδριο που είχε και άλλες εξουσίες. ΄Εδρευε στην Ιερουσαλήμ, απετελείτο από 120 μέλη με πρόεδρο τον Αρχιερέα και είχε στη διαταγή του στρατιωτική δύναμη, την κουστωδία. Οι θανατικές καταδίκες των εβραϊκών δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από τη Ρωμαϊκή εξουσία όπως αναφέρεται στο βιβλίο "Η δίκη του Ιησού" του θεολόγου Δημήτριου Καππαή. Η θανατική ποινή προβλεπόταν για αρκετά αδικήματα αλλά σύμφωνα με τις αντιλήψεις του λαού σπανίως επιβαλλόταν. Η εκτέλεση γινόταν με διάφορους τρόπους, από τους οποίους πιο βασανιστικός και εξευτελιστικός ήταν ο θάνατος επί του σταυρού, ο οποίος συνηθίζετο από τα Ρωμαϊκά δικαστήρια, τα οποία δεν είχαν ενδοιασμούς στην επιβολή θανατικής καταδίκης. Κατά την εβραϊκή δικονομία η προανάκριση ήταν άγνωστη και δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος. Η απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή του κατηγορουμένου αλλά μόνο στις μαρτυρίες. Η δίκη διεξαγόταν μέρα, με ανοικτές τις πόρτες, ενώπιον του λαού. Ξεκινούσε με τους μάρτυρες υπερασπίσεως και ακολουθούσαν δύο τουλάχιστον μάρτυρες κατηγορίας, που έπρεπε να δώσουν σαφή και πανόμοια μαρτυρία, κρατώντας το δεξί τους χέρι πάνω στο κεφάλι του κατηγορουμένου και σε περίπτωση θανατικής καταδίκης έπρεπε να συμμετέχουν στην εκτέλεση και να ρίξουν τις πρώτες πέτρες, εάν η θανάτωση θα γινόταν με λιθοβολισμό. Ο Κατηγορούμενος εθεωρείτο αθώος μέχρι την τελική του καταδίκη, εδικαιούτο να μιλήσει, να φέρει μάρτυρες και να τύχει καλής μεταχείρισης. Κατά τη γνώμη των συγγραφέων δεν ετηρούντο πρακτικά αλλά η ίδια η καταδίκη εκδιδόταν με γραπτό διάταγμα. (Κοντογόνη: Εβραϊκή Αρχαιολογία, Β'4). Πάντως διάταγμα καταδίκης του Χριστού δεν έχει βρεθεί. Οι Δικαστές έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, δίκαιοι και μερικοί απ' αυτούς να υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης ανεβάλλετο η τελική απόφαση για τη μεθεπόμενη μέρα και εάν επικυρωνόταν η θανατική καταδίκη η εκτέλεση έπρεπε να γίνει την άλλη μέρα και όχι αυθημερόν. Από την έναρξη της ακροάσεως μέχρι την εκτέλεση χρειαζόταν τουλάχιστον 4 μέρες. Στον τόπο της εκτέλεσης συνόδευε τον κατηγορούμενο έφιππος δικαστής, που καλούσε το λαό να αναφέρει αμέσως στο Δικαστήριο, το οποίο συνεδρίαζε εκείνη την ώρα, οτιδήποτε ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο και τότε σταματούσε αμέσως η εκτέλεση. Αυτά για τη Δικαιοσύνη στο Ισραήλ. Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι στα χρόνια της ρωμαϊκής υποτέλειας υπήρχε μεγάλη φαυλότητα και ηθικός ξεπεσμός, με αποτέλεσμα οι άρχοντες να είναι πρόσωπα φαύλα, που εξασφάλιζαν τη θέση τους δωροδοκώντας τους Ρωμαίους ηγεμόνες. Οι Δικαστές δεν είχαν πλέον την εντιμότητα και την ανθρωπιά που είχαν οι προκάτοχοι τους. Ολόκληρο το έθνος βρισκόταν σε ξεπεσμό και αθλιότητα. Μετά την ανάσταση του Λαζάρου πολλοί Ιουδαίου πίστεψαν στον Χριστό. "Συνήγαγον ουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι συνέδριον και έλεγον. Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; …. Εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς …. ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται." (Ιω. ΙΑ'48-50) "Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι' αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν." (Ιω. ΙΒ'10) Και η στρατιωτική κουστωδία, μαζί με ένοπλους υπηρέτες, όταν συνέλαβε τον Ιησούν δεν τον έφερε στο δικαστήριο αλλά στον πεθερό του αρχιερέα, τον ΄Αννα, που υπηρέτησε στο παρελθόν σαν αρχιερέας. Και ο ΄Αννας, χωρίς να έχει καμιά εξουσία άρχισε ανάκριση για να βρει αιτία εναντίον του συλληφθέντος. Κι ο Χριστός απαντά. "Επερώτησον τους ακηκοότας" "εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν". (Ιω. ΙΗ',20). Η απάντηση δεν άρεσε και ένας υπηρέτης ερράπισε τον Ιησούν λέγοντας "ούτως αποκρίνη τω αρχιερεί;" Σε λίγη ώρα οδήγησαν τον Χριστό στο σπίτι του αρχιερέα Καϊάφα και μέχρις ότου μαζευτούν τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου οι υπηρέτες έδερναν, έβριζαν και κορόϊδευαν τον Χριστό. Το εβραϊκό δίκαιο απαγόρευε την ανάκριση και την κακοποίηση του κατηγορουμένου. (Mishna, Sotah 1,4). Και άρχισε η συνεδρίαση του Ανωτάτου Εβραϊκού Δικαστηρίου με άλλες τρεις δικονομικές παραβάσεις. Το Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα και όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου και συνεδρίασε νύκτα, πράγμα απαγορευμένο (Mishna, Sanhedrin IV,1), χωρίς να προϋπάρχει σαφής κατηγορία από δύο τουλάχιστον μάρτυρες, όπως απαιτούσε η δικονομία. Μετά την έναρξη της δίκης βρέθηκαν δύο ψευδομάρτυρες που διαστρέβλωσαν το λόγο του Κυρίου "λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέρας εγερώ αυτόν" (Ιω. Β'19), που οπωσδήποτε ελέχθηκε για την Ανάσταση του ιδίου και όχι για το ναό του Σολομώντος. Οι μαρτυρίες όμως δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι δόθηκαν αντικανονικά με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο μαρτύρων. ΄Επρεπε λοιπόν να καταδικαστούν σε θάνατο οι ψευδομάρτυρες σύμφωνα με το Δευτερονόμιον (ΙΘ' 18-21). "και ιδού μάρτυς άδικος εμαρτύρησεν άδικα, αντέστη κατά του αδελφού αυτού, και ποιήσετε αυτώ ον τρόπον πονηρεύσατο ποιήσαι κατά του αδελφού αυτού …. Και οι επίλοιποι ακούσαντες φοβηθήσονται …." Το Συνέδριο αποφάσισε ότι δε μπορεί να στηριχθεί σ' αυτούς τους μάρτυρες και ο Πρόεδρος του, ο αρχιερέας Καϊάφας, ερώτησε το Χριστό "συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού; λέγει αυτώ ο Ιησούς. Συ είπας …. Τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε. Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;" (Ματθαίου ΚΣΤ' 63). Η ομολογία του κατηγορούμενου, αν τέτοια θεωρηθεί η απάντησή Του, δεν αποτελούσε κατά το Μωσαϊκό Νόμο απόδειξη. Χρειαζόταν μάρτυρες "επί στόματος δύο μαρτύρων και επί στόματος τριών μαρτύρων στήσεται παν ρήμα" (Δευτερονόμιον ΙΘ'15). Δεν υπήρξε καθόλου υπεράσπιση, που εθεωρείτο απαραίτητο μέρος της δικαστικής διαδικασίας. (Sanhedrin IV,5). Την υπεράσπιση την ανελάμβανε ένας τουλάχιστον από τους δικαστές για να μην μείνει κανένας κατηγορούμενος ανυπεράσπιστος. Ο αρχιερέας "διέρρηξε τα ιμάτια του" πράγμα που απαγορεύει ο Μωσαϊκός νόμος στους ιερείς (Λευϊτικόν 6, ΚΑ'10). Και τα μέλη του Συνεδρίου απεκρίθησαν "ένοχος θανάτου εστί" (Ματθαίου ΚΣΤ'67). Η ψηφοφορία έγινε ταυτόχρονα, ενώ έπρεπε να γίνει με τη σειρά, από το νεότερο δικαστή προς τους παλαιότερους για να μην επηρεαστούν μεταξύ τους. Μετά την καταδίκη άρχισαν άλλα έκτροπα "και ήρξαντο τινές εμπτύειν αυτώ και περικαλύπτειν το πρόσωπον αυτού και κολαφίζειν αυτόν και λέγειν αυτώ προφήτευσον ημίν τις εστίν ο παίσας σε. Και οι υπηρέται ραπίσμασιν αυτόν έβαλον" (Μάρκον ΙΔ' 65). Για να τηρήσουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι τα προσχήματα περίμεναν να ξημερώσει και συνεδρίασαν πάλιν για να επικυρώσουν την καταδίκη στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στα τείχη της Ιερουσαλήμ. "Και ευθέως επί το πρωϊ συμβούλιον ποιήσαντες οι αρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και γραμματέων και όλον το συνέδριον, δήσαντες τον Ιησούν απήνεγκαν και παρέδωκαν τω Πιλάτω" (Μάρκον ΙΕ',1). Ο Χριστός συνελήφθη την Πέμπτη το βράδυ και η επίσημη δίκη διεξήχθηκε, ολοκληρώθηκε και εκτελέστηκε η θανατική ποινή μέσα στην ίδια μέρα, την Παρασκευή, κατά παράβαση των κανόνων (Sanhedrin IV,I), ενώ έπρεπε να περάσουν 4 τουλάχιστον μέρες. Γράφεται στην Ακολουθία των Αγίων Παθών πριν από το 12ο Ευαγγέλιο ότι: "΄Ηδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ. Και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον. Αλλ' ο φύσει σώματος δι' εμέ πάσχων, Αγαθέ, Κύριε, δόξα σοι." Κατά το Μωσαϊκό Νόμο η Θεοποίηση ανθρώπου αποτελούσε βλασφημία και αδίκημα. Ο κατηγορούμενος όμως εδικαιούτο υπεράσπιση. Ο Χριστός έκανε αναρίθμητα θαύματα μπροστά στο λαό. Και οι ίδιοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ τον υποδέχτηκαν μερικές μέρες πριν από τη δίκη ψάλλοντας "Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ." (Ιω.ΙΒ'13). Εξ άλλου η ανθρωπότητα περίμενε το Σωτήρα, "την προσδοκία των εθνών", "τον καθολικό διδάσκαλο" του Σωκράτη, το "Λόγο" του Πλάτωνα, τον "Άγνωστο Θεό" των Αθηναίων, τον "νέο Θεό" των 3 μάγων, τον "Άγιο" του Κομφούκιου και τον αναμενόμενο από όλους τους Προφήτες του Ισραήλ "Μεσσία". Οι μορφωμένοι εβραίοι γνώριζαν καλά όλες τις προφητείες, που συνέκλιναν και συμφωνούσαν ότι ο κατηγορούμενος Ιησούς ήταν ο ίδιος ο Μεσσίας - Χριστός όπως αναφέρεται και στο βιβλίο του Ιώσηπου Contra Apionem Lib. II 17. Η ζωή, η διδασκαλία Του και τα απειράριθμα θαύματα Του δεν χωρούσαν καμιά αμφιβολία. Το Μεγάλο Συνέδριο όμως απαξιεί να μελετήσει το θέμα και να εξετάσει μήπως ενώπιον του αντί Θεοποίηση ανθρώπου έχει ενανθρώπιση Θεού. Μάλλον δεν απαξιεί, αλλά σε γνώση του καταδικάζει το Μεσσία, εφ' όσον ο αρχιερέας είχε πει μετά την ανάσταση του Λαζάρου "ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί …", όπως αναφέρεται και στο βιβλίο "Η δίκη του Ιησού" του εισαγγελέα Χρήστου Τραπεζούντιου. Πρεσβύτεροι και Αρχιερείς κατεδίκασαν σε θάνατο το Θεό τους και δέσμιο τον οδηγούν στον ρωμαίο Πιλάτο για να επικυρώσει τη θανατική καταδίκη. Μια νέα δίκη, Ρωμαϊκή, ξεκινά. Ήτανε πρωϊ της Παρασκευής, της προηγούμενης μέρας του εβραϊκού Πάσχα, που έφεραν οι εβραίοι τον Ιησούν έξω από το Πραιτώριο. Οι εβραίοι δεν ήθελαν να μπουν στην κατοικία ειδωλολάτρη για να μη μολυνθούν πριν από το Πάσχα και στην επιμονή τους ο ρωμαίος ηγεμόνας διέταξε και τοποθέτησαν στο λιθόστρωτο μπροστά από το Πραιτώριο τη δικαστική του έδρα για να δικάσει εκεί τον κατηγορούμενο. Κατά το τυπολατρικό ρωμαϊκό δίκαιο η δικαστική εξουσία ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την έδρα, την τήβεννο και τη σφραγίδα του δικαστή παρά με το άτομο του. Με την έναρξη της δίκης παρατηρείται η πρώτη δικονομική παράβαση. Ο κατηγορούμενος ήτανε δέσμιος κατά τη διάρκεια της δίκης ενώ έπρεπε να θεωρείται ο κατηγορούμενος αθώος μέχρι την καταδίκη. Και αρχίζει η δίκη με την ερώτηση του Πιλάτου: "τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;" Έπρεπε λοιπόν οι εβραίοι να κατηγορήσουν τον Ιησούν. Αλλά κατηγορία για βλασφημία δε θα ενδιέφερε τον ρωμαίο ηγεμόνα. Ούτε θα επέφερε θανατική καταδίκη. Ο αρχιερέας Καϊάφας διετύπωσε ενώπιον του λαού νέα, εντελώς ψευδή, κατηγορία λέγοντας "τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν Βασιλέα είναι". (Λουκά ΚΓ',2) Η απάντηση του Καϊάφα ήτανε εντελώς ψευδής γιατί το Μέγα Συνέδριο καταδίκασε τον Ιησούν με άλλη κατηγορία, την βλασφημία. ΄Ητανε ψέμα όμως και το περιεχόμενό της, γιατί ο Χριστός είχε δώσει διαφορετική απάντηση στους μαθητές των Φαρισσαίων, όταν τον ρώτησαν για τη ρωμαϊκή φορολογία "απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ" (Ματθ. ΚΒ',21) ΄Επρεπε βάσει του Ρωμαϊκού Δικαίου να γίνει γραπτή αίτηση για εισαγωγή σε δίκη. ΄Επρεπε να αναφερθεί το όνομα και τα στοιχεία του κατηγορούμενου και να διατυπωθεί ακριβώς η κατηγορία. ΄Επρεπε να συνταχθεί πρωτόκολλη κατηγορίας. ΄Επρεπε να καθοριστεί η μέρα της δίκης και να κληθούν και να ακουστούν, εκείνη τη μέρα, οι μάρτυρες. (Δημαρά: Ιστορία Ρωμαϊκού Δικαίου, Β 132). Εάν όμως θεωρηθεί ότι δεν επρόκειτο για πρωτόδικη υπόθεση αλλά για επικύρωση της θανατικής καταδίκης του εβραϊκού δικαστηρίου τότε η εισαγωγή στη δίκη έπρεπε να γίνει με καταχώριση γραπτής αίτησης μαζί με την πρωτόδικη απόφαση. Ο Πιλάτος δεν έκανε τίποτε απ' αυτά. Κατέβη από την έδρα του, πράγμα που κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο σήμαινε ότι δεν έχει πλέον δικαστική εξουσία, μπήκε στο Πραιτώριο και εκεί συνομίλησε με τον κατηγορούμενο, μακριά από το μαινόμενο πλήθος των εβραίων, ενεργώντας κάποιας μορφής ανάκριση. "Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;" (Λουκά ΚΓ'3), ρώτησε ο Πιλάτος τον Ιησούν, ο οποίος απεκρίθη "η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου …. εγώ …. εις τούτο ελήληθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία". (Ιω. ΙΗ', 35 επ.) Την απάντηση του Ιησού την κατάλαβε ο Πιλάτος. Ο Χριστός ήτανε πνευματικός ηγέτης και όχι κοσμικός άρχοντας. ΄Εκρινε αμέσως ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία και δεν υπήρξε ο Ιησούς ένοχος αντιποίησης εξουσίας. Ο Πιλάτος επιβεβαίωσε τη θέση του με τη φράση που εξεστόμισε "τι έστιν αλήθεια;" Μια ερώτηση που δεν περίμενε απάντηση γιατί η αλήθεια ήτανε κατ' εκείνον μια φιλοσοφική ουτοπία. Με το πρακτικό ρωμαϊκό πνεύμα που τον χαρακτήριζε ο Πιλάτος βγήκε από το Πραιτώριο και αθώωσε αμέσως τον κατηγορούμενο λέγοντας στους Ιουδαίους "εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ". (Ιω. ΙΗ' 38).΄Επρεπε ο Ιησούς να αφεθή αμέσως ελεύθερος. Ο όχλος όμως δημιουργούσε μεγάλο θόρυβο μπροστά στο ανάκτορο επιμένοντας στη θανατική καταδίκη. Μέσα από τις φωνές ο Πιλάτος ξεχώρισε ότι ο Ιησούς ήτανε Γαλιλαίος. Και η Γαλιλαία ήταν έξω από τη δικαιοδοσία του Πιλάτου. Η Γαλιλαία είχε άρχοντα, τετράρχη, τον εξηρτημένο βασιλιά Ηρώδη τον Αντύπα. Ο Πιλάτος λοιπόν παρά το γεγονός ότι είχε αμέσως προηγουμένως αθωώσει τον Ιησούν, επικαλέστηκε την τοπική αρμοδιότητα του Ηρώδη. Και για να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη έστειλε τον Ιησούν στον Ηρώδη, που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Ιερουσαλήμ. (Λουκά ΚΓ' 6-7) Ο Ιησούς δεν απάντησε σε καμιά από τις ερωτήσεις του Ηρώδη, που αποκεφάλισε τον ΄Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ο πανούργος Ηρώδης δεν θέλησε να ξαναβάψει τα χέρια του με άγιο αίμα και απεφάσισε ότι δεν έχει αρμοδιότητα γιατί το αδίκημα του Ιησού και η εβραϊκή καταδίκη του έγιναν έξω από τα δικά του σύνορα της Γαλιλαίας. Ο Χριστός λοιπόν αθωώθηκε για δεύτερη φορά από τη Ρωμαϊκή εξουσία με την απόφαση του Ηρώδη. Αντί όμως να αφεθεί ελεύθερος οδηγείται και πάλιν δέσμιος στον Πιλάτο, αφού ο Ηρώδης και οι στρατιώτες του τον εξευτέλισαν και του φόρεσαν βασιλικό μανδύα (Λουκά ΚΓ' 11) πράγματα εντελώς απαράδεκτα με την απαλλαγή του κατηγορούμενου, έστω και για έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας. Ο Πιλάτος βγήκε στον εξώστη του Πραιτωρίου και αθώωσε γι' άλλη μια φορά τον Ιησούν λέγοντας "ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον ων κατηγορείτε κατ' αυτού. Αλλ' ουδέ Ηρώδης. Ανέπεμψα γαρ υμάς προς αυτόν. Και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ". (Λουκά ΚΓ' 15-16) Οι Ιουδαίοι φώναζαν περισσότερο και στο δίλημμα του Πιλάτου προστέθηκε και το μήνυμα της γυναίκας του Πρόκλας "μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω. Πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ' όναρ δι' αυτόν" (Ματθαίου ΚΖ'20). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Πρόκλα βαφτίστηκε Χριστιανή και εορτάζεται η μνήμη της σαν αγίας στις 27 Οκτωβρίου. Ο Πιλάτος παρουσίασε το Χριστό και το ληστή Βαρραβά μπροστά στο λαό και ρώτησε ποιόν από τους δύο να απολύση για τη γιορτή του Πάσχα. Και ακούγονταν ακόμη δυνατότερες οι φωνές του όχλου που ζητούσε την απόλυση του Βαρραβά και τη θανάτωση του Ιησού. Ο σκληρός τύρρανος, που ήτανε ταυτόχρονα άβουλος και αναποφάσιστος, διέταξε να μαστιγωθεί ο Ιησούς. Η μαστίγωση ήτανε σκληρή ποινή που συνόδευε την έσχατη ποινή της σταυρώσεως. Μπορούσε να επιβληθεί και σαν αυτοτελής ποινή. Σε καμιά περίπτωση όμως δε μπορούσε να επιβληθεί σε πρόσωπο που αθωώθηκε ή έστω σε κατηγορούμενο πριν από την τελική καταδίκη του. Η νομοθεσία του Ιουλίου Καίσαρος (Τίτλος Ι θέμα 1ον και τίτλος 6ος θέμα 7ον) ήτανε σαφής και παρεβιάσθη κατάφορα. Σκηνές που θα ντροπιάζουν την ανθρωπότητα και ειδικότερα την ανθρώπινη δικαιοσύνη ακολούθησαν. Μετά από το βάναυσο φραγγέλωμα στην αυλή του Πραιτωρίου έντυσαν το ματωμένο σώμα του ενανθρωπίσαντος Θεού με βασιλική χλαμίδα, στεφάνωσαν την κεφαλή του αιώνιου Βασιλέα με ακάνθινο στεφάνι και βασάνισαν και εξευτέλισαν τον αμνό του Θεού τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου. (Ιω. ΙΘ' 1-3) Ο εκπρόσωπος της ανθρώπινης δικαιοσύνης, ο Πιλάτος, βγήκε πάλε από το Πραιτώριο, κάθισε στην δικαστική έδρα στο ύψωμα του Λιθόστρωτου και απευθυνόμενος στους αρχιερείς και τον όχλο "λέγει αυτοίς. Ιδε ο άνθρωπος. Ότε ουν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες. Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος. Λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε. Εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι: ημείς νόμον έχομεν, κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν." (Ιω.ΙΘ' 6-7) Ο Πιλάτος αθώωσε το Χριστό για άλλη μια φορά, αλλά πάλε δεν τον απέλυσε. Και οι Ιουδαίοι παραδέχθηκαν ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε από το Μέγα Συνέδριο ένοχος θανάτου κατά το Μωσαϊκό δήθεν Νόμο γιατί απεκάλεσε τον εαυτό του υιό Θεού, πράγμα που απέκρυψαν από τον Πιλάτο μέχρι τη στιγμή αυτή. Ο Πιλάτος παρέβη τη βασική νομική αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου "non bis in idem" (όχι δις επί της αυτής υποθέσεως) και ξαναμπήκε στο Πραιτώριο για να ανακρίνει και πάλε τον Ιησούν. Η νέα απροσδόκητη κατηγορία ότι "εαυτόν υιόν Θεού εποίησε", η επιβλητική προσωπικότητα του Κυρίου, η γαλήνη που ακτινοβολούσε, το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου και ο θρησκευτικός φανατισμός των Ιουδαίων συγκλόνισαν και σύγχισαν τον Πιλάτο. Ο Πιλάτος συνομίλησε πάλε με τον Κύριο. Ο κατηγορούμενος δεν ήτανε συνηθισμένος άνθρωπος και μιλούσε σαν να είχε θεϊκή εξουσία. Ο κατηγορούμενος ήτανε ανώτερος από το δικαστή του. "Εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος απολύσαι αυτόν." (Ιω. ΙΘ'13) Ξανακάθησε ο Πιλάτος στη δικαστική έδρα και άνοιξε νέα συζήτηση με τον όχλο σε μια τελευταία προσπάθεια να αποφύγει τη σταύρωση του Ιησού. "οι δε Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες. εάν τούτον απολύσης ουκ ει φίλος του Καίσαρος. πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει το Καίσαρι" (Ιω.ΙΘ'13). Το τελευταίο τέχνασμα των εβραίων συγκλόνισε τον Πιλάτο γιατί βρισκόταν σε κάποια δυσμένεια του αυτοκράτορα Τιβερίου (Ιωσήπου Lib. XIII, Cap. III, p.1) και αποφάσισε αμέσως να σώσει το τομάρι του παρά να υπερασπιστεί τη δικαιοσύνη. Για να αποφύγει το βάρος της άδικης καταδίκης δεν εξέδωσε δικιά του απόφαση αλλά "λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου λέγων. Αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου. Υμείς όψεσθε. Και αποκριθείς πας ο λαός είπε. Το αίμα αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα υμών. Τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαρραβάν, τον δε Ιησούν φραγγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή." (Ματθ. ΚΖ' 24) Εάν θεωρηθεί ότι η πράξη του Πιλάτου να νήψει τα χέρια του και να επιτρέψει στους Εβραίους να σταυρώσουν το Χριστό ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη τότε πρέπει να θεωρήσουμε ότι κατεδικάσθη ο Ιησούς σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία επειδή παρουσιαζόταν σαν βασιλέας, πράξη αντίθετη προς την Lex Julia Majestatis και τα Crimina Imminutae Majestatis. Και ακολούθησε η εκτέλεση. Οι άνθρωποι σταύρωσαν τον ίδιο το Θεό τους. Και στάθηκαν οι Εβραίοι απέναντι από τον Σταυρό και έβριζαν και κορόϊδευαν. (Μάρκον ΙΕ΄31) "Ομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έλεγον άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι." Παραδεχόταν δηλαδή και ενώπιον του Σταυρού ότι ο Χριστός έκανε θαύματα και έσωσε άλλους. Σταυρώθηκε λοιπόν ο Χριστός και απέθανε και την τρίτη ημέρα ανεστήθη. Τι απέγιναν όμως οι άνθρωποι που ήταν υπόλογοι για την άδικη καταδίκη Του; Ο προδότης Ιούδας επέστρεψε στον Ναό, έριξε πίσω τα τριάκοντα αργύρια και κρεμάστηκε σε δένδρο έξω από την Ιερουσαλήμ και αυτοκτόνησε. Στο βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (Μέγας Συναξαριστής, ΄Εκδοση Ε, Τόμος 7ος, σελ. 425) αναφέρεται ότι πήγε στη Ρώμη και κατήγγειλε στον Τιβέριο Καίσαρα τον Πόντιο Πιλάτο και τους αρχιερείς. Ο Καίσαρας ακούοντας για τα θαύματα του Χριστού και γνωρίζοντας ότι κατά τον χρόνο της σταύρωσης, έγινε σκότος σε ολόκληρη την οικουμένη διέταξε την προσαγωγή του Πιλάτου, του ΄Αννα και του Καϊάφα στη Ρώμη. Ο Καϊάφας πέθανε κατά το ταξίδι και ο Άννας εκτελέστηκε στη Ρώμη. Ο Πιλάτος φυλακίστηκε έξω από τη Ρώμη και πέθανε στην φυλακή. Αντίθετα στα "χρονικά" του Ζωναρά, βιβλίο Στ', γράφεται ότι ο διάδοχος του Τιβερίου ο Καλλιγούλας εξόρισε τον Πιλάτο στην Γαλλία και στο Γ' βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσέβιου γράφεται ότι ο Πιλάτος όταν ήταν εξόριστος στην Γαλλία ήρθε σε απόγνωση και αυτοκτόνησε. Αυτά λοιπόν για τη δίκη του Χριστού και για τη δίκη των δικαστών Του, στην οποία ο Αυτοκράτορας κατεδίκασε τους δικαστές και κατά συνέπεια αυτή η απόφαση αποτελεί την έβδομη και τελική αθώωση του Χριστού. Στην εβραϊκή δίκη του Μεγάλου Συνεδρίου σημειώσαμε 16 από τις παραβάσεις του Μωσαϊκού Νόμου. Στη δίκη του Πιλάτου σημειώσαμε άλλες 16 σοβαρές παραβάσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου. Η όλη όμως διεξαγωγή των δικών, από τη βραδινή σύλληψη μέχρι την μεσημβρινή Σταύρωση, οι ψευδείς και εναλλασσόμενες κατηγορίες, η συνεχής εναλλαγή της δίκης και της ανάκρισης, η μεταφορά του Χριστού από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, στον Ηρώδη, οι βασανισμοί του κατηγορουμένου και η Σταύρωση Του ενώ βρέθηκε 6 φορές αθώος από τον Πιλάτο και τον Ηρώδη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν δίκη, ούτε σαν παρωδία δίκης αλλά σαν το μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητας και την αιώνια ντροπή που βαρύνει τον κόσμο όλο. Μεγαλύτερο έγκλημα δε μπορούσε να διαπράξει ο άνθρωπος. Και όμως τον Σταυρό του θανάτου μετέτρεψε ο Κύριος σε ξύλο της ζωής και το μέγα έγκλημα το μετέτρεψε σε Θείο Σχέδιο Σωτηρίας για μας, τους δήμιούς Του. Τίποτε αντάξιο της θυσίας Του δεν έχουμε να του αντιπροσφέρουμε και περιοριζόμαστε στο μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως. Το Αίμα του Χριστού δεν είναι "εφ' υμάς και επί τα τέκνα ημών" αλλά μας προσφέρεται για να σωθούμε εμείς και τα παιδιά μας ……. Ευχόμαστε η Σταυρική θυσία του Κυρίου μας να σώσει εμάς από την δικαία καταδίκη.
Ο θάνατος του Ιούδα και ο αγρός του Κεραμέα

Οι δύο διαφορετικές αφηγήσεις Τα δύο επίμαχα χωρία, βρίσκονται το ένα στον Ματθαίο, και το άλλο στις Πράξεις των Αποστόλων. Ας τα δούμε και τα δύο, και μετά θα σχολιάσουμε αναλυτικότερα τις φαινομενικές αυτές διαφορές. Θα τα δούμε τόσο στο αρχαίο Κείμενο, όσο και σε μετάφραση, για ευκολότερη κατανόηση της αφήγησης: Ματθαίος 27/κζ: 3-10: "3 Τότε ιδών Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι κατεκρίθη, μεταμεληθείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια τοις αρχιερεύσι και τοις πρεσβυτέροις 4 λέγων· ήμαρτον παραδούς αίμα αθωον. οι δε είπον· τι προς ημάς; συ όψει. 5 και ρίψας τα αργύρια εν τω ναω ανεχώρησε, και απελθών απήγξατο. 6 οι δε αρχιερείς λαβόντες τα αργύρια είπον· ουκ έξεστι βαλείν αυτά εις τον κορβανάν, επεί τιμή αίματός εστι. 7 συμβούλιον δε λαβόντες ηγόρασαν εξ αυτών τον αγρόν του κεραμέως εις ταφήν τοις ξένοις· 8 διο εκλήθη ο αγρός εκείνος αγρός αίματος έως της σήμερον. 9 τότε επληρώθη το ρηθέν δια Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος· και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του τετιμημένου ον ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ, 10 και έδωκαν αυτά εις τον αγρόν του κεραμέως, καθά συνέταξέ μοι Κύριος". Μετάφραση Σπύρου Φίλου: "3. Τότε, ο Ιούδας, αυτός που τον παρέδωσε, βλέποντας ότι καταδικάστηκε, αφού μεταμελήθηκε επέστρεψε στους πρεσβύτερους τα 30 αργύρια, 4. λέγοντας: Αμάρτησα, επειδή παρέδωσα αθώο αίμα. Και εκείνοι είπαν: Και σε μας, τι; Αφορά εσένα. 5. Και ρίχνοντας τα αργύρια μέσα στον ναό, αναχώρησε· και φεύγοντας κρεμάστηκε. 6. Και οι ιερείς, παίρνοντας τα αργύρια, είπαν: Δεν επιτρέπεται να τα βάλουμε στο θησαυροφυλάκιο· επειδή, είναι τιμή αίματος. 7. Και αφού έκαναν συμβούλιο, αγόρασαν μ' αυτά το χωράφι τού κεραμέα, για να θάβονται εκεί οι ξένοι. 8. Γι' αυτό, το χωράφι εκείνο ονομάστηκε: Χωράφι αίματος, μέχρι τη σημερινή ημέρα. 9. Τότε, εκπληρώθηκε εκείνο που ειπώθηκε διαμέσου τού Ιερεμία τού προφήτη, που είπε: «Και πήραν τα 30 αργύρια, την τιμή που εκτιμήθηκε, τον οποίο εκτίμησαν οι γιοι Ισραήλ, 10. και τα έδωσαν στο χωράφι τού κεραμέα, καθώς ο Κύριος παρήγγειλε σε μένα»". Το δεύτερο χωρίο είναι το εξής: Πράξεις 1/α: 18-20: "18 ούτος μεν ουν εκτήσατο χωρίον εκ μισθού της αδικίας, και πρηνής γενόμενος ελάκησε μέσος, και εξεχύθη πάντα τα σπλάχνα αυτού· 19 και γνωστόν εγένετο πάσι τοις κατοικούσιν Ιερουσαλήμ, ωστε κληθήναι το χωρίον εκείνο τη ιδία διαλέκτω αυτών Ακελδαμά, τουτέστιν χωρίον αίματος. 20 γέγραπται γαρ εν βίβλω ψαλμών· γενηθήτω η έπαυλις αυτού έρημος και μη έστω ο κατοικών εν αυτη· και την επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος". Μετάφραση Σπύρου Φίλου: "18. Αυτός, λοιπόν, απέκτησε ένα χωράφι από τον μισθό τής αδικίας, και αφού έπεσε μπρούμυτα, σχίστηκε στο μέσον, και ξεχύθηκαν όλα τα εντόσθιά του· 19. και έγινε γνωστό σε όλους όσους κατοικούν στην Ιερουσαλήμ, ώστε το χωράφι εκείνο ονομάστηκε στη δική τους διάλεκτο: Ακελδαμά, δηλαδή: Χωράφι αίματος. 20. Επειδή, είναι γραμμένο στο βιβλίο των Ψαλμών: «Ας γίνει η κατοικία του έρημη, και ας μη υπάρχει κάποιος που να κατοικεί σ' αυτή», και: «Άλλος ας πάρει την επισκοπή του»". Οι υποτιθέμενες αντιφάσεις Στα δύο παραπάνω χωρία, οι "κριτικοί" της Αγίας Γραφής, (που στην πραγματικότητα είναι ψευδοκατήγοροι με παντελή έλλειψη ορθής κρίσης), εντοπίζουν τις εξής δύο διαφορές, που κατά την προκατειλημμένη γνώμη τους είναι αντιφάσεις: 1. Ο Ματθαίος μας λέει ότι ο Ιούδας "κρεμάστηκε", ενώ ο Λουκάς στις Πράξεις, μας γράφει ότι "έπεσε και σχίστηκε και χύθηκαν τα εντόσθιά του". Άρα, κατ' αυτούς, μας δίνουν οι δύο αυτοί Ευαγγελιστές, διαφορετικό τρόπο θανάτου για τον Ιούδα. 2. Ο Ματθαίος μας λέει ότι τον αγρό του Κεραμέως, τον αγόρασαν οι ιερείς με τα χρήματα του Ιούδα, ενώ ο Λουκάς μας λέει ότι τον αγρό τον αγόρασε ο Ιούδας, κάτι όμως που δεν θα μπορούσε να συμβεί, εφόσον ο Ιούδας κατά τον Ματθαίο είχε ήδη κρεμαστεί. Ο παρατηρητικός και απροκατάληπτος αναγνώστης, έχει ήδη διακρίνει τις απαντήσεις. Όμως, θα τις αναλύσουμε στη συνέχεια, ως απάντηση σε όσους διαβάζουν την Αγία Γραφή με προχειρότητα. Ο τρόπος θανάτου του Ιούδα Κατ' αρχήν, εξετάζοντας την υποτιθέμενη πρώτη αντίφαση, περί του τρόπου θανάτου του Ιούδα, είναι χαρακτηριστικό, ότι οι ψευδοκατήγοροι που ψάχνουν για αντιφάσεις, ΥΠΟΘΕΤΟΥΝ κάποιες πληροφορίες, τις οποίες οι Ευαγγελιστές ΔΕΝ έγραψαν! Υποθέτουν, ότι οι Ευαγγελιστές έγραψαν τον λόγο του θανάτου του Ιούδα. Όμως μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου, δείχνει ότι ούτε ο Ματθαίος, ούτε ο Λουκάς έγραψαν οτιδήποτε για την αιτία θανάτου του Ιούδα. Μας λένε κάποια γεγονότα, χωρίς να ξεκαθαρίζουν ότι ο θάνατος του Ιούδα προήλθε από αυτά. Ο ένας μας λέει ότι ο Ιούδας "κρεμάστηκε", και ο άλλος ότι "έπεσε κάτω και χύθηκαν τα εντόσθιά του". Σκεφθείτε λοιπόν το εξής: Είναι δυνατόν, κάποιος αν πέσει κάτω, να ανοίξει η κοιλιά του έτσι απλά, και να χυθούν τα εντόσθιά του; Γνωρίζετε κανέναν που να έπαθε ποτέ κάτι τέτοιο πέφτοντας; Φυσικά όχι! Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει αυτός που έπεσε, ΝΑ ΕΧΕΙ ΠΕΣΕΙ ΑΠΟ ΠΟΛΥ ΨΗΛΑ!!! Και εδώ, ερχόμαστε στο σημείο που έχει σημασία. Ο Λουκάς στις Πράξεις, αναφέροντας το περιστατικό της πτώσης του Ιούδα, δείχνει ότι ο Ιούδας έπεσε μεν, αλλά έπεσε από πολύ ψηλά! ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΕΠΕΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΚΡΕΜΑΣΤΕΙ!!! Και το θέμα ξεκαθαρίζει πλέον: Ο ένας Ευαγγελιστής, μας αναφέρει το περιστατικό της κρεμάλας, και το άλλο, το περιστατικό της πτώσης του Ιούδα από την κρεμάλα. Και η ζημιά που έπαθε ο Ιούδας από την πτώση αυτή, όχι μόνο δεν δείχνει αντίφαση, αλλά αντιθέτως, ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΕΙ τα λόγια του Ματθαίου, ότι ο Ιούδας, πράγματι είχε κρεμαστεί κάπου ψηλά!!! Η αγορά του αγρού του Κεραμέα Τέλος, ας δούμε και τη δεύτερη δήθεν αντίφαση. Οι "κριτικοί" της Αγίας Γραφής, λένε το εξής: "Ο ένας Ευαγγελιστής, λέει ότι ο Ιούδας κρεμάστηκε και τον αγρό τον αγόρασαν οι Ιερείς. Ο άλλος όμως, λέει ότι ο Ιούδας αγόρασε αγρό. Άρα είναι αντίφαση". Και πάλι οι άνθρωποι αυτοί, βάζουν στο κείμενο της Αγίας Γραφής, πράγματα που ΔΕΝ λέει στην πραγματικότητα! ΠΟΥΘΕΝΑ δεν λέει το κείμενο, ότι ο Ιούδας "αγόρασε" αγρό. Λέει: "ΑΠΕΚΤΗΣΕ". Το κείμενο είναι σαφέστατο. Λέει: "εκτήσατο". Αν κάποιος γίνεται "κτήτορας" σε κάτι, ΔΕΝ σημαίνει ότι ο ίδιος το αγόρασε! Θα μπορούσε κάλλιστα να το αγοράσει κάποιος άλλος! Μάλιστα, και εδώ επίσης, ο ένας Ευαγγελιστής, όχι μόνο δεν αντιφάσκει, αλλά επιβεβαιώνει τον άλλον! Ο Ματθαίος, λέει σαφέστατα, ότι "Και οι ιερείς, παίρνοντας τα αργύρια, είπαν: Δεν επιτρέπεται να τα βάλουμε στο θησαυροφυλάκιο· επειδή, είναι τιμή αίματος. 7. Και αφού έκαναν συμβούλιο, αγόρασαν μ' αυτά το χωράφι τού κεραμέα, για να θάβονται εκεί οι ξένοι". Λέει σαφέστατα, ότι τα χρήματα του Ιούδα, ΚΑΝΕΙΣ δεν τα πήρε. ΚΑΝΕΙΣ δεν αγόρασε για τον εαυτό του κάτι με τα χρήματα αυτά. ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΔΕΝ ΤΑ ΕΔΩΣΑΝ, επειδή ήταν "τιμή αίματος". Άρα, και ο αγρός που αγοράσθηκε, δεν ανήκε σε κανέναν από τους Ιερείς, ούτε καν στον Ναό! Και παραδόθηκε ο αγρός αυτός, σε ΔΗΜΟΣΙΑ ΧΡΗΣΗ, να θάβονται εκεί οι ξένοι! Αφού δεν ανήκε σε κανέναν, σε ποιον ανήκε, αν όχι στον κάτοχο των 30 αργυρίων της προδοσίας, δηλαδή στον Ιούδα; Και έτσι ο Ματθαίος, επιβεβαιώνει τον Λουκά, που αναφέρει ως "κτήτορα" του αγρού, τον Ιούδα! Εδώ βεβαίως ίσως κάποιος μας πει το εξής: "Πώς είναι δυνατόν να απέκτησε τον αγρό ο Ιούδας, εφόσον ο Ιούδας ήταν νεκρός;" Εδώ όμως, αυτοί που το ρωτούν αυτό, δεν κατανοούν την έννοια της λέξεως: "κτήτωρ". Κτήτωρ μιας περιουσίας, ΔΕΝ είναι αυτός που την έχει, αλλά αυτός με του οποίου τα χρήματα αγοράσθηκε! Και ως απόδειξη, θα θυμίσουμε τα λόγια πού λέμε στους Χριστιανικούς Ναούς προσευχόμενοι για τους δωρητές του Ναού: "Υπέρ των αειδήμων κτητόρων του οίκου τούτου..." Αυτό αναφέρεται στους ΔΩΡΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ, ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΓΟΡΑΣΘΗΚΕ Ο ΝΑΟΣ. Και συνήθως, οι δωρητές είναι κεκοιμημένοι! Παρ' όλα αυτά, "κτήτορες" λέγονται, γιατί ο Ναός αποκτήθηκε με ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ χρήματα! Πιστεύουμε ότι τα παραπάνω, αποτελούν όχι μόνο μια απάντηση προς τους αμαθείς που θέλουν να μειώσουν την Αγία Γραφή, αλλά παράλληλα αποτελούν και απόδειξη της αμάθειας και της κακοπιστίας τους, ενάντια στο Θεόπνευστο και άγιο αυτό σύγγραμμα.
Ο Ιούδας

1. Είναι απορίας άξιο, πώς ο Ιούδας πρόδωσε το Δάσκαλό του, ενώ Τον έβλεπε να κάνει τόσα μεγάλα θαύματα; Ο Ιούδας αρχικά πρέπει να ήταν καλός. Όπως και οι άλλοι μαθητές του Χριστού, εγκατέλειψε κι αυτός για τον Μεσσία και συγγενείς και δουλειά. Σίγουρα θα υπέμεινε ταλαιπωρίες κατά τις πεζοπορίες των τριών χρόνων της δημόσιας δράσης του Χριστού. Ο Χριστός έστελνε κατά τις περιοδείες Του σε χωριά και πόλεις μαθητές Του για να προετοιμάσουν τους ανθρώπους. Οι μαθητές τότε, μαζί και ο Ιούδας, κήρυτταν για τον Μεσσία που ήλθε, κι επιβεβαίωναν τα λόγια τους με θαύματα (Ματθ. 10,1-8). Ο Ιούδας τιμήθηκε ιδιαίτερα από το Χριστό με το να κρατάει το κοινό ταμείο. Απ’ αυτό ψώνιζε και έδινε χρήματα για φιλανθρωπία σε πτωχούς (Ιωάν. 13,29). Όταν ο Χριστός ξεκίνησε από τη Γαλιλαία προς την Ιουδαία για να θυσιασθεί, Τον ακολούθησε και ο Ιούδας ακούγοντας τα λόγια του συμμαθητή του Θωμά: «Ας πάμε κι εμείς να πεθάνουμε μαζί Του» (Ιωάν. 11,16). Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει πως ο Ιούδας είχε ήδη το πάθος της φιλαργυρίας (12,6). Φαίνεται πως υπέπεσε στο πάθος αυτό και οδηγήθηκε στην απιστία προς το Χριστό. Η φιλαργυρία άνοιξε την ψυχή του στο σατανά, έδωσε δικαιώματα στον πονηρό. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς (22,3) γράφει ότι, πριν συνεννοηθεί ο Ιούδας με τους αρχιερείς για την παράδοση, ο σατανάς εισήλθε μέσα του. Αυτό το επιβεβαιώνει και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (13,2) λέγοντας ότι ο σατανάς έβαλε στην καρδιά του Ιούδα την προδοσία. Ο ίδιος Ευαγγελιστής αναφέρει στο τέλος του Μυστικού Δείπνου ότι εισήλθε πάλι ο σατανάς στον Ιούδα (13,27). Ας το δούμε: Στη Βηθανία άλειψε τα πόδια του Χριστού μία γυναίκα με πολύτιμο μύρο. Ο Ιούδας με κάποιους μαθητές διαμαρτυρήθηκαν αγανακτισμένοι (Ματθ. 26,8 και Ιωάν. 12,4-6). Η διαμαρτυρία είναι δείγμα αμφισβήτησης του αλάθητου του Χριστού: πώς επέτρεψε αυτή την απώλεια; Όταν ο Χριστός επενέβη και ζήτησε να μην πικραίνουν τη γυναίκα για την εκδήλωση της αγάπης της, επειδή ετοίμασε το σώμα Του για τον ενταφιασμό, οι άλλοι σιώπησαν ταπεινά, ο Ιούδας όμως, ενοχλημένος και επηρεασμένος από το σατανά, πήγε για την προδοσία. Ο εγωισμός τον τύφλωσε. Σίγουρα ο Ιούδας δεν πίστευε στη θεότητα του Χριστού. Ένας Θεός αξίζει κάθε τιμής και θυσίας και δεν προδίδεται. Ήθελε να κάνει το δάσκαλο στο Χριστό. Μάλιστα έκρυψε τη φιλαργυρία του στο δήθεν ενδιαφέρον του για τους φτωχούς. Οι αμαρτωλοί συνήθως προσπαθούν να καλύπτουν τις αμαρτίες τους και να τις δικαιολογούν. Με τη μεσολάβηση του Ιούδα οι αρχιερείς χάρηκαν (Μάρκ. 14,11 και Λουκά 22,5), γιατί θα μπορούσαν να συλλάβουν το Χριστό μακριά από τον όχλο και σε ώρα νυκτερινή, που όλοι κοιμούνται. Ο Ιούδας μάλιστα φανερά τους βεβαίωσε και τους έδωσε την υπόσχεση, ότι θα παραδώσει το Χριστό χωρίς την παρουσία του όχλου (Λουκά 22,6). Η αιτία της προδοσίας δεν ήταν τόσο η φιλαργυρία, όσο ο εγωισμός του. Αν ήταν αποκλειστικά φιλάργυρος, θα έφευγε πιο νωρίς από το φτωχό δάσκαλο Χριστό. Αν και στο παρελθόν έκλεβε χρήματα, δεν εγκατέλειψε, όμως, το Χριστό. Τώρα τον εγκαταλείπει, γιατί θίχθηκε ο εγωισμός του. Αν δεν είχε μεγάλο εγωισμό, θα συνέχιζε να κλέβει και δεν θα πρόδιδε το δάσκαλό του. Βέβαια είχε και φιλαργυρία, γιατί πήρε και χρήματα για να προδώσει το Χριστό. Ίσως ο Ιούδας, όταν έχασε την πίστη του στη θεία προέλευση του Χριστού, άρχισε να εξηγεί τα θαύματα του Χριστού, όπως οι Φαρισαίοι, ως δαιμονικές ενέργειες. Ο εγωισμός σκοτίζει τον άνθρωπο, ώστε να μη διακρίνει το σωστό. Ο Ιούδας τυφλώθηκε από τη φιλαργυρία, τον εγωισμό και το διάβολο και δεν έβλεπε τι πήγαινε να κάνει. 2. Η προδοσία του Ιούδα ήταν αναπόφευκτη και έπρεπε να γίνει; Το ότι ένας μαθητής θα γινόταν προδότης, ο Θεός το προγνώριζε. Άλλωστε το προφήτευσε και ο Δαβίδ στην Π.Δ. (Ψαλ. 40,10). Ο Χριστός το προφήτευσε πολλές φορές. Ο Χριστός το προγνώριζε, αλλά δεν το προκαθόρισε. Το προφήτευσε, επειδή θα γινόταν. Ο Θεός είδε την προδοσία και την προείπε. Δεν φταίει η πρόγνωση του Θεού, αλλά η ελευθερία του Ιούδα. Όταν, μετά τον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, πολύ πριν από το πάθος, μιλούσε ο Χριστός για την Θεία Κοινωνία, το σώμα και το αίμα Του, μερικοί μαθητές Του είπαν: «σκληρός είναι ο λόγος αυτός» και έφυγαν από κοντά Του. Ο Χριστός τότε είπε στους δώδεκα: «Μήπως θέλετε και σεις να φύγετε;». Ο Πέτρος απάντησε: «Πού να πάμε, εσύ μας μιλάς για την αιώνια ζωή και πιστεύσαμε και διαπιστώσαμε ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζωντανού». Αποκρίθηκε ο Χριστός: «Εγώ δε σας διάλεξα εσάς τους δώδεκα; Κι όμως ένας από σας είναι διάβολος (κατήγορός μου)». Εδώ εννοούσε τον Ιούδα (Ιωάν. 6,60-71). Εδώ ο Χριστός λέει το παράδοξο: «αν και σας διάλεξα εγώ, ανάμεσά σας υπάρχει και προδότης». Η θυσία του Χριστού στο σταυρό ήταν πιο επώδυνη, αφού προδόθηκε από έναν μαθητή Του. Αυτή η προδοσία μάς διδάσκει πως κινδυνεύουν όλοι όσοι βρίσκονται κοντά στο Χριστό. Ο Ιούδας αποτελεί πρότυπο πολλών μελλοντικών προδοτών. Αν ο μαθητής του Χριστού που έβλεπε τα μεγάλα θαύματα του Χριστού τον πρόδωσε, πόσο κινδυνεύουν οι μεταγενέστεροι που δε βλέπουν άμεσα το Χριστό και τα θαύματά Του; Ο Χριστός θα συλλαμβανόταν και θα θυσιαζόταν και χωρίς τη μεσολάβηση του Ιούδα. Δεν είναι δυνατόν ο πανάγαθος Θεός να χρησιμοποιεί έναν άνθρωπο για το σχέδιό Του οδηγώντας τον στην αιώνια απώλεια. Αν έκανε θεάρεστο έργο ο Ιούδας, δε θα τον άφηνε ο Θεός να αυτοκτονήσει. Ο Ιούδας δείχνει τη μεγάλη διαφθορά των ανθρώπων και την ανάγκη της θείας θυσίας. 3. Γιατί ο Χριστός άφησε το μαθητή Του τον Ιούδα να τον προδώσει; Ο Χριστός πολλές φορές προσπάθησε να τον αποτρέψει από την προδοσία. Αρκετό χρόνο πριν από το πάθος Του ο Χριστός επανειλημμένα (Ματθ. 12,40. 16,21-28. 17,12. 17,22-23. 20,17-19) προετοίμαζε τους μαθητές Του για το πάθος Του. Τους έλεγε πως θα πάθει πολλά, θα αποδοκιμασθεί από τους θρησκευτικούς άρχοντες, θα θανατωθεί και την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Σε μία προαναγγελία του Πάθους Του (Ματθ. 16,21-28), ο Πέτρος αντέδρασε και ζήτησε να μη συμβεί το πάθος. Ο Χριστός είπε στον Πέτρο: «Ύπαγε πίσω μου σατανά …δεν ακολουθείς το θέλημα του Θεού, αλλά σκέφτεσαι ανθρώπινα». Στη συνέχεια ζήτησε από τους μαθητές Του αυταπάρνηση και είπε: «τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, εάν τον κόσμο όλο κερδίσει, αλλά χάσει την ψυχή του». Αυτά τα λόγια ήταν και μία σκληρή προειδοποίηση στον Ιούδα για το χάσιμο της ψυχής Του για 30 αργύρια. Στο Μυστικό Δείπνο μετά το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών Του ο Χριστός είπε: «εσείς είστε καθαροί, αλλ’ όχι όλοι» (Ιωάν. 13,10-11). Γνώριζε αυτόν, που θα Τον παραδώσει. Στη συνέχεια, ενώ διδάσκει την ταπείνωση (γι’ αυτό έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του), προειδοποιεί πάλι τον Ιούδα λέγοντας την προφητεία του Δαβίδ (Ψαλ. 40,10): «Εκείνος που τρώει μαζί μου ψωμί σήκωσε και με χτύπησε με τη φτέρνα του». Στην υποκριτική αταραξία του Ιούδα ο Χριστός ταράχθηκε για την απώλεια της ψυχής του και είπε καθαρά ότι κάποιος θα τον προδώσει (Ιωάν. 13,21). Ο Ιούδας πάλι έκανε τον ανήξερο. Ο Χριστός τον φανερώνει έμμεσα λέγοντας: «εκείνος που βούτηξε μαζί μου στην πιατέλα το ψωμί, αυτός θα με παραδώσει» (Ματθ. 26,23). Κι ενώ ο Ιούδας συνέχιζε να κρύβεται, λέει ο Χριστός απειλητικά: «αλίμονο στον άνθρωπο εκείνο μέσω του οποίου ο υιός του ανθρώπου (ο Μεσσίας) θα παραδοθεί. Καλό θα ήταν γι’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί (Ματθ. 26,24). Κι ενώ όλοι έλεγαν «μήπως είμαι εγώ», ο Ιούδας, για να μη φανερωθεί με τη σιωπή του, Τον ρώτησε κι αυτός χωρίς ντροπή: «μήπως είμαι εγώ»; Ο Χριστός τού είπε: «Συ το είπες», δηλ., όπως το είπες. Ο επιστήθιος μαθητής Του αναφέρει πως ο Χριστός στο όρος Γεθσημανή έριξε κάτω προς τα πίσω τον Ιούδα και τους στρατιώτες, όταν τον πλησίασαν (Ιωάν.18,5-6). Ο Ιούδας δε συγκλονίσθηκε, αλλά υποκριτικά χαιρέτησε το Χριστό λέγοντας «χαίρε ραββί» και Τον φίλησε εγκάρδια, «κατεφίλησεν αυτόν» (Ματθ. 26,49). Ο Χριστός δεν του κακομίλησε, αλλά του είπε: «φίλε, γι’ αυτό που ήλθες εδώ, προχώρα» (Ματθ. 26,50). Ο Λουκάς (22,48) συμπληρώνει τα λόγια του Χριστού με την ερώτηση: «με φίλημα παραδίδεις τον Υιό του ανθρώπου;». Σα να του έλεγε: γνωρίζω γιατί ήρθες, είσαι προδότης, δε με ξεγελά το θερμό φιλί σου. Ο Χριστός προσπάθησε να τον συνετίσει. Ο Ιούδας, όμως, ήταν αμετάπειστος στην προδοσία. 4. Μήπως ο Ιούδας πρόδωσε το Χριστό, επειδή δεν ήταν ο απελευθερωτής από τους Ρωμαίους; Ο Χριστός ποτέ δε μίλησε για επανάσταση όπλων. Οι προειδοποιήσεις για το πάθος Του αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο για επανάσταση. Αν ο Ιούδας ήταν ζηλωτής, δηλαδή επαναστάτης, θα έπρεπε να περιμένει μήπως ο Χριστός δείξει αργότερα τις θείες δυνάμεις Του και απελευθέρωνε το λαό. Με την προδοσία του οδηγούσε το Χριστό στην αφάνεια. Με το θάνατο του Χριστού δεν κέρδισε τίποτε η υπόθεση της επανάστασης. Αν ο Χριστός απογοήτευσε τον Ιούδα, ας τον εγκατέλειπε κι ας περίμενε άλλον απελευθερωτή Μεσσία. Επίσης ο επαναστάτης Ιούδας δε δικαιολογεί τη μεταμέλεια του προδότη και τον απαγχονισμό. Όταν επέστρεψε τα χρήματα, είπε στους αρχιερείς: «παρέδωσα αίμα αθώο» (Ματθ.27,4). Ο επαναστάτης Ιούδας, επίσης, έπρεπε να κρατήσει τα χρήματα για τις ανάγκες της αναμενόμενης επανάστασης. Με τον απαγχονισμό του δεν άλλαξε η κατάσταση της ρωμαιοκρατίας. Όλος ο λαός περίμενε απελευθερωτή Μεσσία. Όταν ο Χριστός πολλαπλασίασε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια και έφαγαν χιλιάδες άνθρωποι, έλεγαν όσοι έφαγαν: «πραγματικά αυτός είναι ο αναμενόμενος προφήτης. Ο Χριστός αντιλήφθηκε ότι σκοπεύουν να τον κάνουν βασιλιά, και αναχώρησε στο όρος μόνος Του» (Ιωάν. 6,14-15). Και οι μαθητές του Χριστού περίμεναν από το Μεσσία απελευθέρωση. Δύο μάλιστα από τους πιο κοντινούς, τα αδέλφια Ιάκωβος και Ιωάννης, μαζί με τη μητέρα τους ζήτησαν από το Χριστό, όταν σε λίγο θα γινόταν βασιλιάς στα Ιεροσόλυμα, να τους βάλει δίπλα στο θρόνο Του δεξιά και αριστερά. Ο Χριστός τους εξήγησε ότι στα Ιεροσόλυμα τον περιμένει πικρό ποτήρι, πηγαίνει για πάθος (Ματθ. 20,20-23). Αυτοί όμως δεν πρόδωσαν το δάσκαλό τους. Ο Ιούδας δεν ήταν επαναστάτης, αλλά μικρόψυχος, εγωιστής και φιλάργυρος. 5. Ο Ιούδας δε μετανόησε, όταν επέστρεψε τα τριάντα αργύρια και είπε στους αρχιερείς ότι αμάρτησε παραδίδοντας αίμα αθώο; Άλλο πραγματική μετάνοια κι άλλο απλή μεταμέλεια. Η πραγματική μετάνοια χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια για διόρθωση του κακού, ενώ η απλή μεταμέλεια είναι αλλαγή σκέψης (απλή μεταστροφή) χωρίς καμία προσπάθεια διόρθωσης του κακού. Ο Ιούδας αναγνώρισε το λάθος του, αλλά δεν έκανε κάτι για να το διορθώσει. Αν μετανοούσε πραγματικά, θα πήγαινε να βρει το Χριστό και με δάκρυα θα ζητούσε τη συγχώρηση, όπως έκανε ο Πέτρος. Το ότι αυτοκτόνησε δείχνει ότι ο εγωισμός του τώρα λειτούργησε αυτοκαταστροφικά. Προφανώς έβαλε και το χέρι του κι ο διάβολος και τον οδήγησε στην απελπισία. Αν ο Ιούδας μετανοούσε πραγματικά, θα σωζόταν.

ΙΝΑΦ-Αναζήτηση Ἂρθρα


 

http://sv7jju.dyndns-ip.com:3127/?articlesPage=10

./pa/index.html?articlesPage=10

Ἐκδηλώσεις 
 
 
No records

http://www.efesopus.com/?articlesPage=10