Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'.
Ἐκ βρέφους τοῦ Πνεύματος, ὀφθεὶς
δοχεῖον λαμπρόν, θαυμάτων ἐπλούτησας, τὴν παρ' αὐτοῦ δωρεάν, Φωκᾶ ἱερώτατε ὅθεν ἱερουργήσας, τῷ Σωτῆρι ὁσίως,
ἔπιες ἐν ἀθλήσει, τὸ ποτήριον τούτου ᾧ πρέσβευε δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


 

 

Ἀνακοινώσεις
No records
Ὁ Βίος του Ἁγ.Ιερομάρτυρα Φωκᾶ τοῦ Θαυματουργοῦ

          

Ἡ Ἱστορία τοῦ Μεσαχωρίου καί τοῦ Ιεροῦ Ναοῦ

Ἃρθρα
Η αποστολική Εκκλησία έχει για αλάθητο οδηγό το Άγιο Πνεύμα

Όπως γνωρίζουμε, η ορθή γνώση είναι εκείνη που συνοδεύεται και από ανάλογη εμπειρία, αυτή που επιβεβαιώνεται με το πείραμα. Όταν, λοιπόν, κάποιος μιλεί για τον Θεό και τις δωρεές Του χωρίς να γνωρίζει με προσωπική εμπειρία τίποτε από αυτά και μάλιστα όταν έρχεται σε φανερή και άμεση ρήξη με όσους τα γνωρίζουν από προσωπική πείρα, δηλαδή την Εκκλησία των Αγίων, είναι φανερό ότι «δεν εξεύρει τι λέγει, δεν εξεύρει ουδέν. Δεν νοεί ούτε τι λέγει ούτε περί τίνων δει ισχυρίζεται». Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο και στην γνήσια αποστολική Εκκλησία. Διότι η Εκκλησία δεν πιθανολογεί, ούτε θεωρητικολογεί περί των δογμάτων. Έχει την Αγία Γραφή σαν γνήσιο οδηγό και ιστορική αναφορά περί της θείας αποκαλύψεως, αλλ’ όμως ο στόχος του κάθε πιστού είναι να βιώσει και να επιβεβαιώσει προσωπικά αυτήν την θεία αποκάλυψη. Να οδηγηθεί, δηλαδή, από την θεωρητική και εξ ακοής γνώση στην εμπειρική γνώση του Θεού, που συντελείται εν Χριστώ Ιησού δια του Αγίου Πνεύματος και με χειραγωγό την Εκκλησία των Αγίων. Ας θυμηθούμε τι παρήγγειλε ο Κύριος στους μαθητάς Του: «όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θέλει σας οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν», «ο δε παράκλειτος το Πνεύμα το Άγιον το οποίο θέλει πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου εκείνος θέλει σας διδάξει πάντα και θέλει σας υπενθυμήσει πάντα όσα είπον προς εσάς» (Ιωάν. ις΄/16, 13 και ιδ΄/14, 26). Ας προσέξουμε ότι η γνήσια και ολοκληρωμένη διδασκαλία και υπενθύμιση των δογμάτων της αληθείας δεν γίνεται με ανθρώπινα μέσα ή πρακτικές, όπως βιβλία, ιστορική μνήμη, κ.τ.λ., αλλά δια του Παρακλήτου, του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το βεβαιώνει και ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης στην πρώτη του επιστολή, ως εξής: «και σεις έχετε χρίσμα από του αγίου, και γνωρίζετε πάντα» (Α΄ Ιωάν. β΄/2 20). Το χρίσμα, λοιπόν, που έλαβαν από τον Θεό μέσω των μυστηρίων της χάριτος, αυτό είναι εκείνο που τους διδάσκει και τους κάνει να «γνωρίζουν πάντα». Είναι βεβαιωμένη στη γνώση της πίστεως όχι με ανθρώπινα μέσα και διαδικασίες. Και λίγο πιο κάτω λέγει πάλι: «και το χρίσμα το οποίον υμείς ελάβετε από αυτού, εν υμίν μένει, και δεν έχετε χρείαν να σας διδάσκει τις, αλλά καθώς θα σας διδάσκει το αυτό χρίσμα περί πάντων, ούτω και αληθές είναι και δεν είναι ψεύδος, και καθώς σας εδίδαξε θέλετε μένει εν αυτώ» (Α΄ Ιωάν. β΄/2, 27). Παρατηρούμε ότι δεν υπάρχει ούτε το ελάχιστο περιθώριο για φιλοσοφικές και φιλολογικές αναλύσεις, υποθέσεις και θεωρίες. Το Άγιο Πνεύμα διδάσκει άμεσα τους χριστιανούς τέλεια και ορθά και δεν τους αφήνει κενά και αμφιβολίες. Όσοι, λοιπόν, δεν το έλαβαν, εκείνοι κατ’ ανάγκην προσπαθούν να εξετάζουν με άλλα μέσα την γνώση του Θεού και γι’ αυτό και οδηγούνται σε χιλιάδες διαφορετικές διατυπώσεις, θεωρίες και υποθέσεις. Αντί με ταπείνωση να αναγνωρίσουν το τεράστιο έλλειμά τους και να προσκολληθούν στην Εκκλησία για να φτάσουν στη βιωματική και εμπειρική γνώση του Θεού, μέσα από τον δρόμο που άφησε ο Χριστός και ακολούθησαν με επιτυχία όλοι οι Άγιοι, ορθώνουν το ανάστημά τους και θεωρώντας ασφαλές και επαρκές εφόδιο τις κοσμικές τους γνώσεις αποτολμούν να δογματίζουν περί Θεού και να παρασύρουν και άλλους στο κατρακύλισμά τους. Δυστυχώς, όμως, στο σημείο αυτό πρέπει να διακόψουμε την ανάλυση αυτή, ελπίζοντας ότι θα μας δοθεί η ευκαιρία να επεκταθούμε περισσότερο και να θίξουμε και τον αντίποδα αυτής της πλάνης του υπερδογματισμού, δηλαδή τον αδογματισμό, που πιστεύουμε πως στις μέρες μας εξελίσσεται σε εξίσου επικίνδυνο εχθρό της Εκκλησίας, αν όχι και μεγαλύτερο. Στο μεταξύ, ας ευχηθούμε η Χάρις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να μας προστατέψει από την ετεροδιδασκαλία αλλά και από τον στείρο υπερδογματισμό, που τυφλώνει και φανατίζει τον άνθρωπο και έτσι δεν τον αφήνει να δει τον ίσιο δρόμο της σωτηρίας.
Αληθώς Ανέστη!
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου


Η πλάνη πάντα αυτοκαταστρέφεται και, παρόλο που δεν το θέλει, στηρίζει σε όλα την αλήθεια. Πρόσεξε: Έπρεπε ν' αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Ε, λοιπόν όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφ' όσον έφραξαν με τον βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως δεν έγινε κλοπή και εν τούτοις ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο ότι αναστήθηκε. Είδες πως και μη θέλοντας στηρίζουν την αλήθεια; Αλλά και πότε θα τον έκλεβαν οι μαθηταί; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από τον νόμο να κυκλοφορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν τον νόμο του Θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί οι τόσο δειλοί να βγουν έξω απ' το σπίτι; Και με ποιο θάρρος θα ριψοκινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιαν ανταπόδοση; Ποιαν αμοιβή; Και στ' αλήθεια, πού στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ' όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους ένδεκα, που κι αυτοί εσκόρπισαν. Αν ο κορυφαίος τους φοβήθηκε τον λόγο μιας γυναίκας θυρωρού κι όλοι οι άλλοι, όταν είδαν τον Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν απ' τον νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα αναστάσεως; Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλείς και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγάνια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειοποιηθεί τη δύναμη και την έλξη του Αναστάντος; Αλλά γι' αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρωτήσουμε όμως τώρα τους Εβραίους: Πώς έκλεψαν το σώμα του Χριστού οι μαθηταί, ώ ανόητοι; Επειδή η αλήθεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το ιουδαϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν, πες μου; Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που είχαν την υποψία και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν; Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλάσουν κάτι τέτοιο αυτοί οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυπνους κι άγριους φρουρούς; Πρόσεξε όμως πως με όσα κάνουν οι Εβραίοι πιάνονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαι­ναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψεύδη οι αδιάντροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει απ' την άγρυπνη προσοχή της κι απ' τα ξίφη της). Κι έπειτα γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το έκαναν όταν δεν εφρουρείτο ο τάφος, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλ. την πρώτη νύχτα· γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί. Και τι γυρεύουν στο έδαφος τα σουδάρια τα ποτισμένα με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδαληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και ανήγγειλε τα θαυμαστά συμβάντα στους αποστόλους, εκείνοι χωρίς καθυστέρηση τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια. Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να τον κλέψουν, δεν θα τον έκλεβαν βέβαια γυμνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό αλλά και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ' ένα μέρος. Αλλά τι θα έκαναν; Θ' άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θάφευγαν γρήγορα. Γι' αυτό άλλωστε προηγουμένως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα που κολλάει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι τα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν ώστε όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην ανεχθείς εκείνους που λένε ότι εκλάπη. Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, ώστε να σπαταλήσει για ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ' άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα δαπανούσε πολύ χρόνο και ήταν φυσικό καθυστερώντας να συλληφθεί επ' αυτοφώρω. Αλλά και τα οθόνια γιατί κείτονται χωριστά και χωριστά το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυλιγμένο. Κι από εδώ λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφθηκαν όλα αυτά και γι' αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: «Πείτε σεις πως τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα». Υποστηρίζοντας ότι οι μαθηταί τον έκλεψαν επικυρώνουν και μ' αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν πάντως ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν όμως αυτοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται ψευδής και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγίδες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο και τη δειλία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει και από τα δικά τους τα λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως. Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί μόλις αναστήθηκε να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θ' αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Αλλά ότι δεν υπήρχε τέτοια ελπίδα το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύσθηκαν στην πίστη, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν κι Αυτόν και τον Λάζαρο. Αφού λοιπόν άλλον ανέστησε και όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του, αν ο ίδιος μετά την Ανάστασή του τους φανερωνόταν, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους; Αλλά για ν' αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες ήμερες εμφανιζόταν στους μαθητάς του και έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάσθηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελφούς, δηλ. σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια απ' τα καρφιά και το τραύμα απ' τη λόγχη. Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή του μεγάλα κι εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί αυτή καθ' εαυτήν η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα, και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε. Μα, για σκέψου, αν οι απόστολοι δεν έβλεπαν τον Χριστό Αναστάντα, πώς τους ήρθε να φαντασθούν ότι θα κυριέψουν την οικουμένη; Μήπως τρελάθηκαν ώστε να νομίζουν ότι θα κατόρθωναν κάτι τέτοιο; Αν όμως ήταν στα λογικά τους, όπως έδειξαν και τα πράγματα, πώς, χωρίς αξιόπιστα εχέγγυα από τους ουρανούς και χωρίς θεία δύναμη, πώς, πες μου, θ' αποφάσιζαν να βγουν σε τόσους πολέμους, να τα βάλουν με στεριές και θάλασσες και, δώδεκα όλοι κι όλοι, ν' αγωνισθούν με τόση γενναιότητα για να μεταβάλουν όλης της οικουμένης τα έθνη, που ήταν επί τόσα χρόνια νεκρά απ' την αμαρτία; Και αν ακόμη ήταν ένδοξοι και πλούσιοι και δυνατοί και μορφωμένοι, ούτε τότε θα ήταν λογικό να ξεσηκωθούν για τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Αλλά επί τέλους θα είχε κάποιο λόγο η προσδοκία τους. Αυτοί όμως είχαν περάσει τη ζωή τους άλλοι στις λίμνες, άλλοι κατασκευάζοντας σκηνές κι άλλοι στα τελωνεία. Απ' αυτά τα επαγγέλματα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε πιο άχρηστο και για τη φιλοσοφία και για να πείσεις κάποιον να σκέπτεται ανώτερα, όταν μάλιστα δεν έχεις να του επιδείξεις ανάλογο προηγούμενο. Πόσο μάλλον που οι απόστολοι, όχι μόνο δεν είχαν ανάλογα παραδείγματα απ' το παρελθόν, ότι θα επικρατήσουν, αλλά αντίθετα είχαν παραδείγματα, και μάλιστα πρόσφατα, ότι δεν θα επικρατήσουν. Είχαν επιχειρήσει πολλοί να εισαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, αλλά απέτυχαν. Κι όχι με δώδεκα ανθρώπους, μα με πολύ πλήθος. Ο Θευδάς κι ο Ιούδας1 π.χ. έχοντας ολόκληρες μάζες ανθρώπων χάθηκαν μαζί με τους οπαδούς των. Ο φόβος εκείνος θα ήταν αρκετός να τους διδάξει. Αλλά ας υποθέσουμε ότι περίμεναν να κυριαρχήσουν. Με ποιες ελπίδες θα έμπαιναν σε τέτοιους κινδύνους, αν δεν απέβλεπαν στα μέλλοντα αγαθά; Τι κέρδος προσδοκούσαν με το να οδηγήσουν όλους στον μη αναστάντα, καθώς ισχυρίζονται οι εχθροί; Αν τώρα άνθρωποι που πίστεψαν στη βασιλεία των ουρανών και στα αμέτρητα αγαθά δύσκολα δέχονται να κινδυνέψουν, πώς εκείνοι θα υπέμεναν τα πάνδεινα ματαίως ή μάλλον για κακό τους; Γιατί αν δεν έγινε η Ανάσταση, που έγινε, κι ο Χριστός δεν ανέβηκε στον ουρανό, τότε προσπαθώντας να τα πλάσουν όλα αυτά και να πείσουν τους άλλους, έμελλαν οπωσδήποτε να προκαλέσουν την οργή του Θεού και να περιμένουν μύριους κεραυνούς απ' τον ουρανό. Άλλωστε κι αν ακόμη είχαν μεγάλη προθυμία όταν ζούσε ο Χριστός, θα έσβηνε μόλις πέθανε. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, τι θα ήταν ικανό να τους βγάλει σ' εκείνο τον πόλεμο; Αν δεν είχε αναστηθεί, όχι μόνο δεν θα ριψοκινδύνευαν γι' αυτόν, μα θα τον θεωρούσαν απατεώνα: Τους είχε πει «μετά τρεις ημέρες θ' αναστηθώ» και τους υποσχέθηκε τη βασιλεία των ουρανών. Τους είπε ότι αφού λάβουν το Άγιο Πνεύμα θα κυριαρχήσουν στην οικουμένη κι ακόμη τόσα άλλα υπερφυσικά και ουράνια. Αν τίποτε απ' αυτά δεν γινόταν, όσο κι αν τον πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δεν θα τον υπάκουαν φυσικά, αν δεν τον έβλεπαν Αναστάντα. Και με το δίκιο τους, γιατί θα έλεγαν: «Μετά τρεις ημέρες», μας είπε, «θ' αναστηθώ», και δεν αναστήθηκε. Υποσχέθηκε να μας στείλει Πνεύμα Άγιο, και δεν το έστειλε. Πώς λοιπόν να τον πιστέψουμε για τα μέλλοντα, αφού διαψεύδονται τα παρόντα; Αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, για ποιο λόγο, χωρίς ν' αναστηθεί, κήρυτταν ότι αναστήθηκε; Γιατί, λέει, τον αγαπούσαν. Μα το λογικό θα ήταν να τον μισούν τώρα, επειδή τους εξαπάτησε και τους πρόδωσε. Ενώ τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες και τους χώρισε απ' τα σπίτια τους κι απ' τους γονείς τους κι απ' όλα και ξεσήκωσε κι ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος εναντίον τους, ύστερα τους πρόδωσε. Κι αν μεν ήταν από αδυναμία, θα τον συγχωρούσαν. Τώρα όμως ήταν σωστό κακούργημα: Έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια και όχι να τους υποσχεθεί τον ουρανό, αφού ήταν θνητός. Ώστε λοιπόν ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αντίθετο: Να κηρύττουν την απάτη και να τον λένε απατεώνα και μάγο. Έτσι θα γλύτωναν κι από τους κινδύνους κι από τους πολέμους των αντιπάλων. Όλοι ξέρουν ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες, για να πουν ότι έκλεψαν το σώμα· αν λοιπόν πήγαιναν οι ίδιοι οι μαθηταί κι έλεγαν, «εμείς το κλέψαμε, δεν αναστήθηκε», πόσες τιμές δεν θ' απολάμβαναν; Ώστε ήταν στο χέρι τους και να τιμηθούν και να στεφανωθούν! Ε, λοιπόν δεν αναρωτιέσαι γιατί ν' ανταλλάξουν όλα αυτά με τις ατιμίες και τους κινδύνους, αν δεν ήταν μια θεία δύναμη που τους βεβαίωνε, δυνατώτερη απ' όλα αυτά τα γήινα αγαθά; Κι αν με όλα αυτά δεν σε πείσαμε, σκέψου και τούτο: Έστω ότι δεν είχε γίνει η Ανάσταση. Κι αν ακόμη οι απόστολοι ήταν αποφασισμένοι να διδάξουν τον κόσμο, επ' ουδενί λόγω θα κήρυτταν στο όνομά του. Γιατί είναι γνωστό, πως όλοι μας δεν θέλουμε ούτε τα ονόματα ν' ακούσουμε, όσων μας εξαπάτησαν. Άλλωστε γιατί θα διατυμπάνιζαν το όνομά του; Ελπίζοντας να επικρατήσουν μ' αυτό; Μα θα έπρεπε να περιμένουν το αντίθετο, γιατί κι αν έμελλαν να κυριαρχήσουν θα χάνονταν φέρνοντας στη μέση το όνομα ενός απατεώνα. Ας θυμηθούμε εξ άλλου ότι η αγάπη των μαθητών προς τον Διδάσκαλο, ενώ ζούσε ακόμη, μαραινόταν σιγά-σιγά απ' τον φόβο του επικειμένου μαρτυρίου. Όταν τους προανήγγειλε τα δεινά που θ' ακολουθούσαν και τον σταυρό, πάγωσαν απ' τον φόβο τους κι έσβησαν τελείως. Ένας μάλιστα δεν ήθελε ούτε καν να τον ακολουθήσει στην Ιουδαία, επειδή άκουσε για κινδύνους και για θανάτους. Αν μαζί με τον Χριστό φοβόταν τον θάνατο, χωρίς αυτόν και τους άλλους μαθητάς, μόνος δηλ., πώς θ' αποτολμούσε;2 Επί πλέον: Πίστευαν ότι θα πεθάνει μεν, αλλά θ' αναστηθεί κι όμως υπέφεραν τόσο. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, πως δεν θα εξαφανίζονταν και δεν θα ζητούσαν ν' ανοίξει η γη να τους καταπιεί απ' την απελπισία τους για την απάτη κι απ' τη φρίκη για τα επερχόμενα; Θ' αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους. Τι θα είχαν να πουν; Το πάθος το ήξερε όλος ο κόσμος: Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, ήταν μέρα μεσημέρι, μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή που κανένας δεν ήταν δυνατό ν' απουσιάζει. Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς απ' τους άλλους. Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο για να τους πείσουν. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως, να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις ότι έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία; Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τους φονείς, σ' εκείνους που τον σταύρωσαν και τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν' αποστομωθούν. Γιατί όταν οι «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε και η παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και λάμπει η απόδειξη της Αναστάσεως. Για να ελκύονται όμως τα πλήθη σημαίνει πως οι μαθηταί έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και μένει νεκρός, πώς οι απόστολοι θαυματουργούσαν στο όνομα του; Πως πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Και αν μεν έκαναν -και βεβαίως έκαναν- είχαν Θεού δύναμη. Αν όμως δεν έκαναν και εν τούτοις κυριαρχούσαν παντού, θα ήταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστο, θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι. Ασφαλώς ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επικράτησαν οι ψαράδες. Ώστε και χωρίς να θέλουν κηρύττουν ότι μέσα τους ενεργούσε η θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγματα. Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβήτητες αποδείξεις της Αναστάσεως. Γι' αυτό και θα επαναλάβω: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στο όνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς βέβαια δεν κάνει μετά τον θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ' όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ μετά τον θάνατο του Χριστού γίνονται θαύματα μεγαλύτερα και κατά τον τρόπο και κατά τη φύση: Κατά τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα3. Κατά τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρόσταζε και θαυματουργούσε. Μετά τη Σταύρωση όμως και την Ανάστασή του οι δούλοι του επικαλούμενοι απλώς το σεβάσμιο και άγιο όνομά του μεγαλύτερα και εκπληκτικότερα επιτελούσαν. Έτσι δοξαζόταν κι ακτινοβολούσε πιο πολύ η δύναμή του. Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται αμέσως μετά τον σταυρό και την Ανάστασή του, οι «Πράξεις» που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατ' εξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδειξη: Δεν τον είδες Αναστάντα με τα μάτια του σώματος; Αλλά τον βλέπεις με τα μάτια της πίστεως. Δεν τον είδες με τα «όμματα» τούτα; Θα τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων η επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη. Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δείξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα απ' τα προηγούμενα: Όχι ένα νεκρό ν' ανασταίνεται, όχι ένα τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης. Μέγιστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο Εσφαγμένος Χριστός έδειξε μετά τον θάνατο τόση δύναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη του και να προτιμήσουν μαστιγώσεις και κίνδυνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορθώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλά αναστημένου και ζωντανού. Πρόσεξε παρακαλώ· Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος από τον φόβο τους τον πρόδωσαν κι εξαφανίσθηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός που τον αρνήθηκε τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μιαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν' αψηφήσει ολόκληρο λαό και μέσ' στη μέση του Ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει ότι ο σταυρωθείς και ταφείς αναστήθηκε εκ νεκρών την τρίτη ήμερα και ότι ανέβηκε στα ουράνια. Και τα κήρυξε όλα αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέπειες. Πού βρήκε αυτό το θάρρος; Πού αλλού παρά στην Ανάσταση. Τον είδε και συνομίλησε μαζί του και άκουσε για τα μέλλοντα αγαθά, κι έτσι έλαβε δύναμη να πεθάνει γι' Αυτόν και να σταυρωθεί με την κεφαλή προς τα κάτω. Το εξόχως σπουδαίο είναι ότι όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι λοιποί απόστολοι, αλλά και ο Ιγνάτιος, που ούτε καν τον είδε ούτε απόλαυσε τη συντροφιά του, έδειξε τόση προθυμία για χάρη του, ώστε γι' Αυτόν πρόσφερε θυσία τη ζωή του. Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν τον θάνατο, που, πριν αναστηθεί ο Χριστός, ήταν φοβερός και φρικώδης ακόμη και σε άνδρες και μάλιστα αγίους. Ποιος τους έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή; Φυσικά δεν είναι κατόρθωμα ανθρώπινης δυνάμεως να πεισθούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών, να πεισθούν να θυσιάσουν την παρούσα ζωή, να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, να καταπατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να σπεύσουν προς τη μέλλουσα ζωή! Και ποιος, παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλ' αυτά; Ο νεκρός; Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν και κανένας δεν έκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης; Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξεχάστηκαν όλοι, χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος· μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους. Η φήμη όμως κι η δόξα κι οι πιστοί του Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ' όλη την οικουμένη. Οι άπιστοι φρίττουν κι οι πιστοί διακηρύττουν: Χριστός ανέστη! Αληθώς Ανέστη! «Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν»
Η Ανάσταση του Θεανθρώπου



Όπως η μάνα πελεκάνος αυτοτραυματιζόμενη προσφέρει το αίμα της για να ζήσουν τα παιδιά της, έτσι και ο Χριστός προσέφερε το πανάγιο αίμα Του δια του σταυρού για να σώσει τον κόσμο. Από την Γένεση ήδη είχε αναγγελθεί η ζωηφόρος θυσία του Θεανθρώπου. Μετά το προπατορικό αμάρτημα, και μέσα στην απελπισία του, ο άνθρωπος ακούει για πρώτη φορά από το Θεό την χαρούμενη αγγελία του μελλοντικού λυτρωμού του: «Και είπε ο Κύριος ο Θεός στο φίδι: Θα θέσω άσβεστη εχθρότητα ανάμεσα σε σένα και τη γυναίκα και ανάμεσα στους απογόνους σου και τους απογόνους της. Ένας δε απόγονος της γυναικός μόνης, αυτός θα σου συντρίψει το κεφάλι και συ θα κεντήσεις τη φτέρνα του» (Γέν. 3,15). Το ελπιδοφόρο αυτό μήνυμα αναφέρεται στον ερχομό ενός μοναδικού απογόνου (του Ιησού Χριστού), από μια εκλεκτή μητέρα (την Θεοτόκο Μαρία), ο Οποίος θα συντρίψει την καταχθόνια και μισάνθρωπη εξουσία του πονηρού Σατανά-φιδιού (με την Ανάστασή του), ενώ εκείνος (δηλ. ο διάβολος) θα καταφέρει απλά να τον τραυματίσει στη φτέρνα, εννοώντας τον προσωρινό τριήμερο θάνατό του. Στο βιβλίο της Εξόδου αναφέρεται ότι «κόκαλό Του δεν θα σπάσετε» (κεφ. 12,46). Πράγματι, ενώ οι στρατιώτες έσπασαν τα οστά των μηρών των δύο άλλων κακούργων πάνω στο σταυρό, για να επιφέρουν γρηγορότερο θάνατο, τον Ιησού δεν τον άγγιξαν, γιατί είχε ήδη εκπνεύσει. Παρά μόνο το σώμα του δέχθηκε στο θώρακα ένα βαρύτατο πλήγμα με στρατιωτική λόγχη για να διαπιστωθεί η τελική του κατάληξη. Από την πληγή αυτή του νεκρού Ιησού έτρεξε «αίμα και ύδωρ» και ο ευαγγελιστής Ιωάννης μάς ζητά να πιστέψουμε την μαρτυρία του ως πέρα για πέρα αληθινή. Ο προφήτης Ζαχαρίας το προαναγγέλλει ως εξής: «Θα επιβλέψουν, λέγει, σε μένα, τον οποίον εκέντησαν» (12,10). Θα ατενίσουν, δηλαδή, εμένα, που λόγχισαν πάνω στο Σταυρό. Πράγματι, σήμερα οι γιατροί διαπιστώνουν κάτι που τότε δεν ήταν γνωστό: Ότι δηλαδή στον χώρο του άνω διαφράγματος του ανθρώπου, λίγη ώρα μετά τον βιολογικό θάνατό του, σχηματίζεται ένα υγρό που έχει αυτά τα χαρακτηριστικά και επαληθεύει τα Ευαγγέλια. Επαληθεύεται δηλαδή πλέον ότι ο Χριστός είχε πράγματι πεθάνει πάνω στο σταυρό. Ο Ψαλμός 15,10 περιγράφει την τριήμερη ταφή και ανάσταση του Ιησού, με τα λόγια: «Στον άδη δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου, ούτε ο γνήσιος πιστός σου θα αφήσεις να αντικρύσει τη φθορά (σωματική αποσύνθεση)». Το σώμα Του, πράγματι, τις τρεις ημέρες του θανάτου του, ως αδιάσπαστα ενωμένο με τη θεότητά του, δεν γνώρισε πτωματική αποσύνθεση. Το άπνουν σώμα Του, αφού το τύλιξαν με πολλές λωρίδες υφάσματος (σάβανα), τοποθετήθηκε σε λαξευμένο σπήλαιο, που προοριζόταν ως ιδιόκτητος τάφος για τον Ιωσήφ από Αριμαθαίας, πλούσιο βουλευτή των Ιουδαίων, αφού ο ίδιος με τόλμη ζήτησε από τον Πιλάτο το ένδοξο σώμα. Βγήκε έτσι αληθινή μια καταπληκτική ακόμη προφητεία του Ησαΐα, που αναφέρει: «Ο τάφος Του ορίστηκε με τους κακούργους (τους σταυρωμένους εκ δεξιών και αριστερών του Ιησού ληστές). Όμως στο θάνατό Του στάθηκε με τον πλούσιο» (53, 9) [δηλαδή τοποθετήθηκε στον τάφο του προαναφερόμενου βουλευτή Ιωσήφ και κρυφού μαθητή του Χριστού]. Ο μεγάλος τραγικός ποιητής Αισχύλος είχε γράψει διάλογο μεταξύ του θεού Ερμή και του Προμηθέα, που αποκαλύπτει την κάθοδο του Χριστού στον άδη: «Δεν θα πάρουν τέλος τα βάσανά σου μέχρις ότου κάποιος Θεός εμφανιστεί που θα θελήσει να κατέβει στον άδη, παίρνοντας πάνω του τα πάθη σου» (Προμηθέας Δεσμώτης, στ. 1026-9). Αυτό επαληθεύτηκε μόνο στη ζωή και τον θάνατο του Ιησού. Τις τρεις ημέρες του θανάτου του, η ψυχή Του ενωμένη με την θεότητά Του ‘κατέβηκε’ στον άδη και κήρυξε στα φυλακισμένα εκεί πνεύματα και έσωσε όσους είχαν τις προϋποθέσεις για σωτηρία (Α΄ Πέτρ. 3,18-20). Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, και οι δύο επιφανείς διδάσκαλοι και μέλη του Μ. Συνεδρίου, αποκαθήλωσαν από τον σταυρό το υψηλόν θύμα και προσέφεραν τις καθιερωμένες τιμές στον νεκρό Ιησού. Την όλη διαδικασία παρακολούθησαν η Θεοτόκος, ο μαθητής Του Ιωάννης, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η σύζυγος του Κλωπά και η μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου. Κατόπιν η οπή του τάφου κλείστηκε με βαρύ λίθο και σφραγίστηκε. Έξω από το μνημείο τοποθετήθηκαν δεκαέξι ένοπλοι ρωμαίοι φρουροί, μετά από προτροπή των αρχιερέων, για να μην κλαπεί το σώμα του Ιησού. Ξημερώματα Κυριακής, πήγαν στον τάφο του Ιησού η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιωσή, μαζί με άλλες γυναίκες, για να αλείψουν με αρώματα τον νεκρό διδάσκαλο. Είναι αλήθεια ότι ο Ιησούς είχε ταφεί εσπευσμένα, επειδή δεν έπρεπε να τους βρει με το νεκρό η δύση του ηλίου (αφού άρχιζε τότε η αργία του Σαββάτου), αν και Του έγιναν οι βασικές νεκρώσιμες συνήθειες. Γι’ αυτό και οι μυροφόρες γυναίκες έφεραν μαζί τους αρώματα για να ολοκληρώσουν όπως έπρεπε τις τιμές προς τον μεγάλο νεκρό. Στο δρόμο σκεπτόντουσαν ότι η είσοδος του τάφου ήταν κλειστή, αλλά η πίστη τους ήταν μεγάλη και έτσι προχώρησαν με θάρρος. Έξω από τον τάφο έγινε τότε σεισμός. Αστραπόμορφος άγγελος άνοιξε την είσοδο του τάφου και οι στρατιώτες έμειναν ωσάν νεκροί από την ταραχή. Ο λευκοφορεμένος άγγελος τις ενημέρωσε πως ο Χριστός είχε αναστηθεί και ότι περιμένει τους μαθητές Του στη Γαλιλαία. Οι γυναίκες τρόμαξαν, και γεμάτες φόβο και χαρά συνάμα, έτρεξαν για να αναγγείλουν όσα έγιναν στους μαθητές. Στο δρόμο όμως τους συνάντησε ο Ιησούς και τους είπε «Χαίρετε». Αυτές έπιασαν τα πόδια Του και τον προσκύνησαν. Τότε λέγει σ’ αυτές ο Χριστός να μην φοβούνται και να μην ξεχάσουν να υπενθυμίσουν στους αδελφούς Του ότι θα τον δουν στην Γαλιλαία. Οι στρατιώτες της φρουράς, παράλληλα, πήγαν και είπαν όσα έγιναν στους αρχιερείς, οι οποίοι και συμβούλεψαν τους στρατιώτες να πουν πως εκλάπη από τους μαθητές Του το σώμα του Ιησού, ενώ η φρουρά κοιμόταν. Όταν οι έντεκα μαθητές πήγαν στο όρος της Γαλιλαίας, πλησίασε σ’ αυτούς ο Ιησούς και τους είπε «Μου δόθηκε πλήρης εξουσία στον ουρανό και τη γη. Πηγαίνετε λοιπόν και κάνετε όλα τα έθνη μαθητές μου, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντάς τους να τηρούν όλα όσα σας διέταξα, και νά, εγώ θα είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες μέχρι τη συντέλεια του κόσμου» (Ματθ. 28,1-20). Σύντομος θεολογικός σχολιασμός των σχετικών αληθειών των Ευαγγελίων Πρώτα - πρώτα, οι ευαγγελιστές δεν αναφέρουν ώρα αναστάσεως, διότι δεν την γνωρίζουν. Ακόμη, δεν εντρυφούν σχολαστικά στον τρόπο που ο Χριστός αναστήθηκε. Περιγράφουν μόνο ότι τον συνάντησαν αναστημένο, ότι τους έδωσε οδηγίες, ότι εμφανίστηκε στους μαθητές Του για 40 ημέρες, όλες τις ώρες της ημέρας, και σε διαφορετικές κάθε φορά τοποθεσίες. Λένε λοιπόν την αλήθεια. Αλλά και για άλλον ένα ακόμη λόγο: Δεν θα έγραφαν, αν ήθελαν να παραπλανήσουν, ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε, για πρώτη φορά αναστημένος, σε μερικές γυναίκες! Οι γυναίκες τότε δεν είχαν δημόσιο λόγο, ούτε έπαιρναν τα λεγόμενά τους σοβαρά υπόψη στο δικαστήριο. Αν είχαν σκοπό να παραμυθιάσουν την κοινή γνώμη οι μαθητές Του, θα παρουσίαζαν θριαμβευτή τον αναστημένο Ιησού, και μέσα σε εκτυφλωτικό φως, να καθηλώνει τους αρχιερείς, τους Ρωμαίους, τον Πιλάτο, τους σταυρωτές Του. Οι άγγελοι θα το διαλαλούσαν ίσως σε πολλούς, και οι ενάντιοι θα φοβόντουσαν την οργή Του. Τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Η ανάσταση περιγράφεται με απλότητα, λιτότητα, σοβαρότητα και καμία κακή νύξη για τους διώκτες του Θεανθρώπου δεν αναφέρεται. Ότι δεν ήταν άλλωστε αποκύημα φαντασίας των γυναικών φαίνεται από το ότι οι μυροφόρες ερχόντουσαν στον τάφο για να μυρώσουν τον νεκρό τους προφήτη και διδάσκαλο και δεν τους πέρασε καν από το μυαλό το ενδεχόμενο ανάστασής Του. Ο τρομερός στην όψη και φωτεινός άγγελος φυλούσε τον άδειο τάφο, ενώ ο Χριστός είχε ήδη αναστηθεί αθόρυβα και χωρίς να αποτραβηχτεί ο βαρύς λίθος. Αναστήθηκε μάλιστα με το δικό Του σώμα («Να ο τόπος που βρισκόταν», τους ενημερώνει ο άγγελος), το οποίο απέκτησε άλλες ιδιότητες (αψηφούσε τη βαρύτητα, έμπαινε στο δωμάτιο που κρυβόντουσαν οι μαθητές ενώ ήσαν κλειστές τις πόρτες κ.λπ.). Έχουμε επομένως σωματική ανάσταση και όχι μόνο αθανασία ψυχών, όπως πιστεύουν άλλες θρησκείες. Τέτοιας ποιότητας και λαμπερά θα είναι και τα σώματα των αγίων μετά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, στην καθολική ανάσταση των νεκρών. ΟΙ γυναίκες αποκαθίστανται μέσα στην Εκκλησία, όχι μόνο στο πρόσωπο της Θεοτόκου, αλλά και των μυροφόρων, που πρώτες είδαν τον αναστημένο και απ’ Αυτόν άκουσαν το «Χαίρετε». Αλλά και από το ότι σ’ όλη την ιστορία τιμάμε πολλές αγίες γυναίκες και Μητέρες πλάι στους εκκλησιαστικούς Πατέρες. Προσευχόμαστε σ’ αυτές και ζητάμε προστασία και μεσιτεία στο Θρόνο της Χάριτος. Το «Χαίρετε» του αναστάσιμου χαιρετισμού σημαίνει πως μόνο μέσα από την ελπίδα της ανάστασης και του αγιασμού των πιστών μπορούμε να χαιρόμαστε πραγματικά και μόνιμα. Όταν ο άνθρωπος καθίσταται αληθινά ελεύθερος από τα πάθη και την αμαρτία, όταν γεύεται Χριστόν μέσω της μυστηριακής ζωής, τότε χαίρεται αληθινά και στην αιωνιότητα. Ο Χριστός, και μετά την ανάστασή του, ονόμασε τους μαθητές Του «αδελφούς του». Αυτό είναι ύψιστη τιμή για τον άνθρωπο, το ότι ο Θεός, δια της αποδεκτής σ’ Αυτόν θυσίας του Υιού Του, ονομάζει πλέον τους ανθρώπους φίλους, αγαπημένους και αδελφούς. Σημαίνει ακόμη ότι παρέμεινε άνθρωπος και μετά την ανάστασή Του, δεν απέβαλε δηλαδή την ανθρώπινη φύση, παρά μόνο ενώθηκε με τον Πατέρα Του ως Θεάνθρωπος. Εκούσια ανέλαβε δηλαδή την ανθρώπινη φύση και δεν του ήταν βάρος, αλλά το έκανε από άπειρη αγάπη. Ονομάζει μάλιστα «ναό» το σώμα Του και προαναγγέλλει πως θα αναστηθεί με το σώμα Του σε τρεις ημέρες (Ιω. 2,19). Η ανάσταση του Κυρίου αποτελεί το σπουδαιότερο γεγονός της ιστορίας. Έκτοτε τίποτε δεν είναι ίδιο στα ανθρώπινα, αλλά, και δια του Παρακλήτου, δίδεται η δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο, και συνολικά ως Εκκλησία σε όλο τον κόσμο, να ζει και να βαδίζει στη βασιλεία του Θεού, δια Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών. Μάρτυρες της αναστάσεως υπήρξαν και είναι διαχρονικά όχι μόνο όλοι οι άγιοι της ιστορίας (με τη διδασκαλία, τα άφθαρτα λείψανά τους και τα θαύματα που επιτελούν, ακόμη και μετά θάνατον), αλλά και οι απόστολοι του Χριστού που όχι μόνο μετατράπηκαν σε δεινούς κήρυκες των θαυμασίων του Θεού, αλλά και θυσιάστηκαν γι’ Αυτόν, διότι τον είδαν αναστημένο. Η ανάσταση του Κυρίου μαρτυρείται ακόμη από τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, που όλες επαληθεύτηκαν στη ζωή, το έργο, το πάθος και την ανάσταςή Του. Ακόμη, από τη μαρτυρία του αποστόλου Παύλου, που από τις Πράξεις των Αποστόλων και τις επιστολές του μαθαίνουμε ότι, αν και ήταν σκληρός διώκτης των χριστιανών, έγινε (αφού είδε τον αναστημένο Χριστό μέρα μεσημέρι να λάμπει περισσότερο και από τον ήλιο) όργανο εκλογής Του και μεγάλος ιεραπόστολος στο όνομά Του. Ο Παύλος διασώζει ότι ο αναστημένος Χριστός εμφανίστηκε σε πάνω από 500 αδελφούς και γνωρίζουμε επίσης ότι ο ίδιος ο απόστολος των εθνών άρχισε να γράφει τις επιστολές του από το 51 μ.Χ. κ.ε. (λιγότερο από 20 χρόνια από τα νωπά γεγονότα της ανάστασης), αλλά και ότι έγινε χριστιανός περίπου τρία χρόνια μετά την ανάσταση του Κυρίου. Περιγράφει επομένως την αυθεντική πίστη της πρώτης Εκκλησίας. Τέλος, τα Ευαγγέλια γράφτηκαν για να προσφέρουν την χαρμόσυνη είδηση της αναστάσεως σε όλους τούς καλή θελήσει ανθρώπους όλων των εποχών. Ο Χριστός «εγήγερται εκ νεκρών» και η ανάστασή Του αποτελεί «την απαρχή των κεκοιμημένων» (Α΄ Κορ. 15,20). Η ανάστασή Του έγινε η εγγύηση και η αφετηρία της ανάστασης όλων. «Εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται», αφού Εκείνος είναι η «ανάστασις και η ζωή» και όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν «καν αποθάνη, ζήσεται» (Ιω. 11,25).

ΙΝΑΦ-Αναζήτηση Ἂρθρα


 

http://sv7jju.dyndns-ip.com:3127/?articlesPage=8

./pa/index.html?articlesPage=8

Ἐκδηλώσεις 
 
 
No records

http://www.efesopus.com/?articlesPage=8