Τα άγια Πάθη τού Κυρίου Ιησού
Μυστικός Δείπνος ονομάστηκε ο τελευταίος δείπνος του Ιησού με τους μαθητές Του γιατί έγινε εν κρυπτώ, εφόσον τον αναζητούσαν οι ιουδαϊκές αρχές, στην ουσία για να τον εξοντώσουν. Υπήρξε ακόμη Μυστικός διότι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μόνο με πίστη προσεγγίζεται, αφού υπερβαίνει τη λογική. Αλλά και διότι με αόρατο τρόπο η άκτιστη χάρη του Θεού επενεργεί στα ανθρώπινα.
Την Πέμπτη εκείνη πριν από το πάθος Του (Μ. Πέμπτη πλέον για την Εκκλησία) ο Κύριος έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του για να τους δείξει ότι η ταπεινοφροσύνη είναι ανάμεσα στις αρετές ο σπουδαιότερος θησαυρός. Και ότι όποιος ορέγεται εξουσία, στην πραγματικότητα θα πρέπει να είναι πάντων διάκονος. Στην συνέχεια έλεγξε ψυχολογικά τον Ιούδα, ανώνυμα, μήπως και μετανοήσει, αλλά και για να αποτρέψει την ενδεχόμενη επιθετικότητα του Πέτρου, ο οποίος ήταν αψίθυμος μαθητής. Παρέδωσε μάλιστα στο διηνεκές το Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, που ονομάζεται ‘φάρμακο αθανασίας’, και έδωσε στους παρευρισκόμενους να κοινωνήσουν αυτόν τον ίδιο, με τα λόγια: «Λάβετε φάγετε, αυτό ΕΙΝΑΙ το σώμα μου» και «Πιείτε απ’ αυτό όλοι, αυτό ΕΙΝΑΙ το αίμα μου….». Δεν τους είπε ότι αυτά «θα συμβολίζουν από δω και πέρα το σώμα και το αίμα μου», αλλά ότι «ΕΙΝΑΙ το σώμα και το αίμα μου». Εξάλλου, όταν μίλησε στους Ισραηλίτες και τους δίδαξε ότι θα δώσει τη σάρκα Του για να φάνε και να ζήσουν, εκείνοι φιλονικούσαν μεταξύ τους και έλεγαν: «Πώς μπορεί αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;». Τότε ο Χριστός επιβεβαίωσε τα λόγια Του και εξήγησε ότι «εάν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα Του, δεν έχετε ζωήν μέσα σας»….. «εκείνος που με τρώει θα ζήσει ένεκεν εμού» (Ιω. 6,46-58). Είναι ξεκάθαρο επομένως τι εννοούσε ο Χριστός και τι κατάλαβαν οι ακροατές Του. Ο Χριστός βρίσκεται ως εκ τούτου σε κάθε σταγονίδιο και σε κάθε ψιχίο της Θ. Μεταλήψεως, σε όποιο σημείο της γης κι αν τελείται η Θεία Λειτουργία, όπως ακριβώς η ίδια εικόνα, αν και είναι μία, βρίσκεται σε κάθε οθόνη τηλεοράσεως. Η νέα Διαθήκη μεταξύ Θεού και ανθρώπων επισφραγίστηκε πλέον με το ίδιο του το αίμα και βασίζεται στο θάνατο του Χριστού.
Αποχαιρέτησε δε τους μαθητές του με μοναδικά λόγια, λέγοντάς τους να αγαπάνε ο ένας τον άλλο, και μάλιστα ότι πρέπει να έχουν αγάπη προς τους εχθρούς τους για να είναι πραγματικά μαθητές Του. Έδειξε πως η προσευχή είναι όπλο και πανοπλία πνευματική, αφού άλλωστε ό,τι κι αν ζητήσουν πλέον οι πιστοί, λέγει ο Χριστός, θα τους το παρέχει (εννοείται αν τους συμφέρει και πνευματικά). Τους είπε ότι δεν θα τους αφήσει ορφανούς (αφού αναχωρήσει σωματικά από τη γη) και τους ονόμασε φίλους, γεγονότα που σε καμία θρησκεία δεν απαντώνται. Επίσης, «χωρίς εμένα, τους είπε, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα» (Ιω. 15,6). Πράγματι, θεμέλιο άλλο κανείς δεν μπορεί να θέσει, παρά τον ήδη θεμελιώσαντα τον νέο κόσμο της χάριτος, Ιησού Χριστό, σύμφωνα και με τον απ. Παύλο (Α΄ Κορ. 3,11), αλλά και τον ευαγγελιστή Ιωάννη, ο οποίος διασώζει ότι ο Ιησούς αποχαιρετώντας τους μαθητές Του αυτοχαρακτηρίστηκε ως «η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14,6) και ως εκ τούτου η πίστη στη θεότητά Του δεν είναι νεώτερο δήθεν εφεύρημα της Εκκλησίας.
Τη Μ. Πέμπτη το βράδυ, γύρω στις 10, και μετά το δείπνο, ο Ιησούς και οι μαθητές του κατευθύνθηκαν στον κήπο της Γεθσημανή (σημαίνει Ελαιοτριβείο), στους πρόποδες του λόφου των Ελαιών. Όσο εκείνος προσευχόταν, και λόγω της μεγάλης Του αγωνίας (γνώριζε τι θα του συμβεί), σταγόνες ιδρώτα και αίματος έπεφταν στο έδαφος, γεγονός που επαληθεύεται σήμερα από την ιατρική επιστήμη και αποδεικνύει για άλλη μια φορά την αλήθεια των Ευαγγελίων. Οι μαθητές Του δεν μπόρεσαν να μείνουν άγρυπνοι και να τον συνδράμουν. Ο Ιησούς και ο Ιούδας ήσαν οι μόνοι άγρυπνοι και σε εγρήγορση, ο πρώτος θετικά, ο δεύτερος ύπουλα και αρνητικά. Το αίτημα του Ιησού προς τον Θεό Πατέρα Του ήταν να μην πιεί το άδικο ποτήρι του μαρτυρίου, αφού είναι ο μόνος αθώος της υπόθεσης για χάρη των ανθρώπων. Πλην όμως, δέχεται στη συνέχεια της προσευχής Του να το πιεί, αφού γι’ αυτό ήρθε στον κόσμο, για να τηρήσει το θέλημα του Θεού. Δεν δειλιάζει παρακαλώντας τον Πατέρα του, αλλά και ως τέλειος άνθρωπος αντιδρά στο θάνατο, αφού ο άνθρωπος πλάσθηκε εξ αρχής για τη ζωή και ο θάνατος εισέβαλε λαθραία και ύπουλα στη δημιουργία του Θεού, με την απομάκρυνση των πρώτων ανθρώπων από Αυτόν. Οι μαθητές του στη συνέχεια θα νικηθούν από τον πειρασμό, όπως τους είπε, διότι χωρίς αγρυπνία και προσευχή δεν μπορεί να προκόψει αγιοπνευματικά ο άνθρωπος (ο πειρασμός των μαθητών ήταν να αμφιβάλουν για τη θεότητα του Ιησού, όταν τον είδαν να παραδίδεται και να υποφέρει, αδύναμος αυτός, σε χέρια ανόμων). Ο Ιούδας με φίλημα προδίδει ακολούθως τον Διδάσκαλό του. Βγήκε έτσι αληθινή η προφητεία του Ψλμ. 40,10 που έλεγε: «Εκείνος που έτρωγε τον άρτο μαζί μου, έστρεψε την πτέρνα του εναντίον μου». Όπως δεν είναι λογικό να αρνηθεί κανείς τη θυσία και τη μοναδικότητα του Θεανθρώπου επειδή ο Ιούδας τότε τον πρόδωσε (τίποτα δεν αποκρύπτουν τα Ευαγγέλια γι’ αυτό και είναι αληθινά), άλλο τόσο δεν είναι λογικό να αρνηθεί σήμερα κάποιος την Εκκλησία γιατί υπάρχουν ορισμένοι ενδεχομένως ανάξιοι ιερωμένοι. Πάντα θα υπάρχουν ασθενείς και αδύναμοι άνθρωποι, κληρικοί και λαϊκοί, που μπορεί με τη μετάνοιά τους να σωθούν (η έννοια της Εκκλησίας προσεγγίζεται κυρίως ως νοσοκομείο και όχι ως δικαστήριο), ενώ, εκείνοι που κατακρίνουν, πνευματικά να χαθούν.
Συνέλαβαν τότε τον Ιησού και τον έδεσαν, ενώ οι μαθητές του τον εγκατέλειψαν και έφυγαν. Οι στρατιώτες και οι Ιουδαίοι φρουροί έφεραν τον Ιησού στον πανίσχυρο αρχιερέα Άννα, πεθερό του Καϊάφα, ο οποίος είχε εκείνη τη χρονιά το αξίωμα του αρχιερέα. Ο αρχιερέας έκανε ερωτήσεις στον Ιησού για το πού βρίσκονταν οι μαθητές Του και τι δίδασκε ο ίδιος. Ο Χριστός απέφυγε έξυπνα να αποκαλύψει τους μαθητές του, απαντώντας: «Ρώτησε όλους όσους με άκουσαν, αφού κρυφά δεν δίδαξα ποτέ». Η μόνη κατηγορία κατά του Ιησού στη διάρκεια της δίκης-παρωδίας ήταν αυτή που ακούστηκε από δύο ψευδομάρτυρες: Τον ακούσαμε, είπαν, να λέει: «Μπορώ να γκρεμίσω τον Ναό του Θεού και να τον ξαναχτίσω μέσα σε τρεις ημέρες» (Μτθ. 26,61). Ο Χριστός βέβαια εννοούσε το σώμα του, που θα έμενε στον τάφο τρεις μόνο ημέρες, ενώ μετά θα ανασταινόταν. Όσο διαρκούσε η δίκη, ο Ιησούς σιωπούσε και δεν υπερασπιζόταν τον εαυτόν του. Γνώριζε πως η απόφαση είχε ήδη από καιρό παρθεί. Όταν όμως ο αρχιερέας τον εξόρκισε στο όνομα του Θεού να πει αν είναι ο μεσσίας (έκανε τη ερώτηση επίτηδες για να τον κατηγορήσουν για βλασφημία), ο Χριστός δημόσια ομολόγησε ότι πράγματι ήταν. Τότε ο αρχιερέας έσκισε τα ρούχα του, κρίθηκε ο Χριστός ένοχος θανάτου, ενώ τον έφτυναν και τον χτυπούσαν. Ο Πέτρος που καθόταν έξω στην αυλή, τον αρνήθηκε τρεις φορές μπροστά σε υπηρέτες. Όταν λάλησε αμέσως μετά ο πετεινός, θυμήθηκε τα λόγια του Ιησού: «Πριν λαλήσει ο πετεινός, θα αρνηθείς τρεις φορές πως με ξέρεις» (Ματθ. 26,75). Έφυγε τότε και έκλαψε πικρά. Ο Πέτρος είχε πρωτύτερα ιδιαίτερα υπερηφανευθεί και υποσχέθηκε ότι δεν θα εγκατέλειπε ποτέ τον Χριστό, ακόμα κι αν όλοι οι άλλοι έχαναν την εμπιστοσύνη τους σ’ Εκείνον. «Εγώ ποτέ δεν θα κλονιστώ» του είπε, «ακόμη κι αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί Σου» (Μτθ. 26,31-35). Επέτρεψε λοιπόν ο Κύριος να «πέσει» ο Πέτρος και να ταπεινωθεί, γιατί έτσι μπορούσε καλύτερα να παιδαγωγηθεί, να «σπάσει» ο εγωισμός του και εν μετανοία να στηρίξει αργότερα κατά πολύ την Εκκλησία. Αλλά και κάθε αμαρτία, μικρή ή μεγάλη, είναι άρνηση μερική ή ολική του Χριστού και απαιτείται από όλους μας καθημερινή μετάνοια και συχνή Εξομολόγηση. Οι υπόλοιποι μαθητές προτίμησαν τον ασφαλή δρόμο της σιωπής, που έχει καταδικάσει πολλούς ανθρώπους στην ιστορία.
Μετά τις ιουδαϊκές αρχές αναλαμβάνουν οι Ρωμαίοι, αφού μόνο αυτοί μπορούσαν να θανατώσουν άνθρωπο. Ο Σωτήρας οδηγήθηκε στον Πιλάτο. Ο Ρωμαίος Επίτροπος, αφού άκουσε τις κατηγορίες των Ιουδαίων, ότι δήθεν ξεσηκώνει το λαό να μην πληρώνει φόρο και ότι ισχυρίζεται πως είναι βασιλιάς, διαπίστωσε την αθωότητα του Ιησού και -παρά την προειδοποίηση της γυναίκας του ότι αποκαλύφθηκε στο όνειρό της πως ήταν αθώο θύμα- τον καταδίκασε τελικά από δειλία σε σταυρικό θάνατο, αφού οι αρχιερείς τον κατηγόρησαν πως δεν είναι φίλος του αυτοκράτορα, και αφού είναι αλήθεια ότι προσπάθησε να παζαρέψει με το λαό την απελευθέρωση του Ιησού αντί του Βαραββά, ενός επαναστάτη μάλλον ζηλωτή εναντίον της Ρώμης. Ο Ρωμαίος Επίτροπος έβαλε πάνω από την αλήθεια το συμφέρον του, αλλά και ο Ιησούς τού ξεκαθάρισε ότι η βασιλεία Του δεν είναι απ’ αυτόν τον κόσμο και ότι θα κατακτήσει τον κόσμο με όπλο την αλήθεια. Όταν είδε λοιπόν ο Πιλάτος πως δεν πετυχαίνει τίποτα, και ανάμεσα στις κραυγές του όχλου που φώναζε «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ τον», πήρε νερό και ένιψε τα χέρια του μπροστά στο πλήθος, λέγοντας: «Εγώ είμαι αθώος για το αίμα αυτού του δικαίου. το κρίμα πάνω σας». Νόμισε πως με το πλύσιμο των χεριών του θα μετέφερε την ενοχή μόνο στους Ιουδαίους. Ο Θεός όμως κρίνει όχι μόνο από τις εξωτερικές πράξεις, αλλά κατεβαίνοντας στα βάθη των καρδιών. Οι Ιουδαίοι παρέδωσαν στις Αρχές κατοχής του τόπου τους έναν επιφανή συμπατριώτη τους, πνευματικό διδάσκαλο και αγνό ειρηνιστή, όπως πίστευαν όλοι, για να θανατωθεί. Η πράξη τους υπήρξε προδοτική και άθλια. Ούτε βέβαια μετανόησαν οι τότε αρχιερείς, εφόσον στον Ιούδα που επέστρεψε τα 30 αργύρια της προδοσίας και τους είπε «αμάρτησα, γιατί έστειλα στο θάνατο έναν αθώο», απάντησαν: «Κι εμάς τι μας νοιάζει; Δικό σου είναι το κρίμα» (Μτθ. 27,3-5).
Αμέσως μετά ο Πιλάτος έδωσε εντολή να μαστιγώσουν τον Ιησού και τον παρέδωσε να σταυρωθεί (Μτθ. 27,24-26). Το φραγγέλωμα (μαστίγωμα) γινόταν με μαστίγιο στις άκρες του οποίου ήταν προσαρτημένα μικρά κομμάτια σιδήρου ή οστών, τα οποία ξέσχιζαν το δέρμα του θύματος. Πολλοί πέθαιναν και μόνο από το βασανιστήριο αυτό. Το σώμα του Ιησού γέμισε από πληγές και το μαρτύριο επιδεινώθηκε όταν τον έντυσαν πάνω από τις πληγές και όταν του φόρεσαν κόκκινη χλαμύδα για να τον περιπαίξουν. Ακόμη, όταν του φόρεσαν με πίεση αγκάθινο στεφάνι και όσο τον κτυπούσαν στο κεφάλι με καλάμι. Τη στιγμή μάλιστα που τον έγδυναν για να σταυρωθεί, αποσπόταν και η σάρκα μαζί με τα ρούχα. Τα δε καρφιά (τετράγωνα) στους καρπούς και στα πόδια αχρήστευσαν κεντρικά νεύρα του σώματός του και το παρατεταμένο μαρτύριο ήταν αφόρητο. Άλλωστε, τα σώματα των σταυρωμένων είχαν παροξυσμούς και το πρόσωπο μελάνιαζε. Ο σταυρός του Κυρίου δεν ήταν πάσσαλος, γιατί ο καταδικασμένος σε πάσσαλο πέθαινε πάνω σ’ αυτόν μέσα σε λίγα λεπτά. Του σταυρωμένου το σώμα διαμορφωνόταν από το βάρος σε σχήμα Υ και αυτό προκαλούσε αυξανόμενη ασφυξία. Οι επανειλημμένες προσπάθειες ανόρθωσης για να αναπνεύσει είχαν –λόγω υπέρμετρου πόνου, αιμορραγίας, πυρετού και παραλυσίας- συνέπεια την αδυναμία ανόρθωσης και ο θάνατος επερχόταν συνήθως από ασφυξία. Τους καταδίκους μάλιστα σταύρωναν εντελώς γυμνούς για να τους εξευτελίσουν πλήρως.
Πάνω από το σταυρό Του ο Χριστός, στο λόγο του Γολγοθά («κρανίου τόπος» ονομαζόταν, γιατί είχε σχήμα κρανίου), και πάλι δίδαξε τους ανθρώπους με 7 λυτρωτικούς λόγους:
1. «Πατέρα μου συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν» (Λουκ. 23,34). Συγχωρεί τους σταυρωτές του, Ιουδαίους και Ρωμαίους, και αποδεικνύεται ότι είναι αληθινός, ακόμη και στο έσχατο όριο του πόνου Του.
2. «Αλήθεια σου λέω: ΣΗΜΕΡΑ θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο» (Λουκ. 23,43), διαβεβαιώνει τον εκ δεξιών μετανοημένο ληστή (αυτό αποδεικνύει εκτός των άλλων ότι δεν ισχύει η μετενσάρκωση).
3. «Γυναίκα» (τίτλος τιμής τότε για τις γυναίκες, όχι υποτέλεια), λέει προς την μητέρα του, «Νά ο γιος σου» και προς τον Ιωάννη τον Θεολόγο: «Νά η μητέρα σου» (Ιω. 19,26). Αφήνει την φροντίδα και προστασία της μητέρας Του στα χέρια του αγαπημένου μαθητή Του -Αυτό δείχνει επιπλέον ότι δεν ήταν παντρεμένος ο Ιησούς, διότι αν ήταν θα άφηνε στη γυναίκα Του την Θεοτόκο. Εξάλλου ο γάμος δεν εθεωρείτο αμαρτία από τους Ιουδαίους και δεν θα υπήρχε λόγος να αποκρυφτεί ένα τέτοιο γεγονός.
4. «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» (Ματθ. 27,46). Η ανθρώπινη φύση Του στενάζει και υποφέρει και νοιώθει πολύ ταλαιπωρημένος και παντελώς εγκαταλειμμένος.
5. «Διψώ» (Ιω. 19,28). Οι σταυρωμένοι υπέφεραν και από το μαρτύριο της δίψας, που επιτεινόταν από την αφύσικη στάση του σώματος, την αιμορραγία και τον υψηλό πυρετό. Τότε με σφουγγάρι πάνω σε κλαδί υσσώπου πλησίασαν σ’ αυτόν ξύδι (χαλασμένο κρασί ήταν) αναμεμειγμένο με σμύρνα (ήταν πικρό σαν χολή). Ένα είδος ναρκωτικού δηλαδή για να απαλύνονται οι πόνοι των σταυρωμένων. Ο Χριστός δεν δοκίμασε, για να αποδώσει πλήρη θυσία στον Πατέρα του ως εξιλαστήριο θύμα για τις αμαρτίες του κόσμου.
6. «Τετέλεσται» (Ιω. 19,30), αναφέρει προς τον Πατέρα Του, δηλαδή όλα τελείωσαν, η αποστολή μου ολοκληρώθηκε, οι προφητείες της Γραφής εκπληρώθηκαν.
7. «Πατέρα μου, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου» (Λουκ. 23,46). Εμπιστεύεται την ψυχή Του στα χέρια του Θεού, που είναι και η δική Του λύτρωση από τον πόνο και την μεγάλη ταλαιπωρία.
Κατά τη σταύρωση του Ιησού εκπληρώθηκαν και πολλές προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης:
Ο Δαβίδ π.χ. αναφωνεί: «Σκίσανε τα χέρια και τα πόδια μου. Μπορούν να μετρηθούν όλα τα κόκαλά μου» (Ψλμ. 21,17-18) και ακόμη: «Τα ρούχα μου μοιράζουν μεταξύ τους και ρίχνουν κλήρο για το χιτώνα μου» (21,9). Ο Ησαΐας ενημερώνει: «Αυτός φέρει πάνω του τις δικές μας αμαρτίες και για μας υποφέρει» (53,4). Ο Ιερεμίας αναφέρει για τον Μεσσία ότι «Ως αρνίο άκακο θα οδηγηθεί στη θυσία» (11,19). Αλλά και ο Πλάτωνας, στην Πολιτεία του, περιγράφει κάποιον Δίκαιο με τα παρακάτω λόγια: «Πρέπει ν’ απογυμνωθεί από όλα, εκτός από τη δικαιοσύνη... Χωρίς καθόλου ν’ αδικεί, θα θεωρείται ότι είναι ο μεγαλύτερος άδικος, ώστε να δοκιμαστεί η δικαιοσύνη του.... Θα μείνει, όμως, σταθερός μέχρι το θάνατό του, θεωρούμενος άδικος σ’ όλη του τη ζωή, αν και είναι δίκαιος... Θα μαστιγωθεί, θα βασανιστεί, και πεθαίνοντας, αφού υποστεί όλα τα κακά, θα καρφωθεί πάνω σε ξύλο» (Πλατ. Πολιτεία Β’). Ο απόστολος Παύλος διδάσκει ότι ο Χριστός «Μάς εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου, με το να γίνει για χάρη μας ο ίδιος κατάρα» (Γαλ. 3,13). Πράγματι, ο Σωτήρας έκανε σε μας μια πνευματική μετάγγιση αίματος και η ανθρωπότητα από ετοιμοθάνατη που ήταν αναζωογονήθηκε. Σώθηκε μάλιστα από την απερίγραπτη απιστία, διαφθορά και κακία.
Έκτοτε, ο Σταυρός του Κυρίου έγινε η ανώτερη λυτρωτική θυσία στη ιστορία και ο Γολγοθάς υψηλότερη ιερή κορυφή και από αυτά τα Ιμαλάϊα. Ο Χριστός με τον σταυρό του ένωσε Ουρανό και γη, γκρέμισε το μεσότοιχο του φραγμού και έσκισε το χειρόγραφο της έχθρας μεταξύ Θεού και ανθρώπων, που είχε ξεκινήσει μέσα στην Εδέμ. Ως μέγιστος ειρηνοποιός, και όπως άλλωστε συμβολίζει ο σταυρός με ενωμένο το κάθετο με το οριζόντιο σκέλος του, συμφιλίωσε όχι μόνο Θεό και άνθρωπο, αλλά και τους ανθρώπους μεταξύ τους και τότε μόνο ο πιστός θεωρείται ολοκληρωμένος άνθρωπος, αν, και στο βαθμό που ακολουθεί το παράδειγμα του μοναδικού Θεανθρώπου της ιστορίας. Μόνο στον Ιησού εκπληρώθηκαν τέλεια τα λόγια Του ενόσω ζούσε, ότι δηλαδή «Κανείς δεν αφαιρεί τη ζωή μου, αλλά εγώ οικειοθελώς την θυσιάζω» (Ιω. 10,18). Η νεκρανάσταση πολλών ανθρώπων, που έγινε αμέσως μετά το θάνατό Του, επισημαίνει την αρχή αναστάσεως όλων και ο σεισμός, κατά τον οποίον πίστεψε και ο επιβλέπων εκατόνταρχος Λογγίνος, ήταν τα φανερά σημεία δοξασμού και νίκης του Ιησού.
Τελικά, αν και ο θάνατος πολλών ανθρώπων είναι το τέλος τους, ο θάνατος του Ιησού σηματοδότησε την έναρξη του ένδοξου επί της γης έργου Του, μέσω της Εκκλησίας Του, που είναι το σώμα Του παρατεινόμενο στους αιώνες (άγιος Αυγουστίνος).
|
|
Η Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
Δέκα τοποθετήσεις σε δέκα ερωτήσεις
1. Γιατί έγινε η Ανάληψη μετά από 40 μέρες και όχι αμέσως μετά την Ανάσταση;
Ο αρχηγός της ζωής, που έλυσε τα δεσμά του θανάτου με την Ανάστασή του, συναναστράφηκε με τους μαθητές του επί σαράντα ημέρες και επιβεβαίωσε σ’ αυτούς την Ανάστασή του με πολλές αποδείξεις. Δεν ανέβηκε στους ουρανούς την ίδια ημέρα που αναστήθηκε, γιατί κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε αμφιβολίες και ερωτηματικά. Διαφορετικά, πολλοί από τους άπιστους θα μπορούσαν να προβάλλουν το επιχείρημα ότι η Ανάσταση δεν ήταν παρά ένα ακόμη από τα όνειρα ευσεβών πόθων που γρήγορα έρχονται και πιο γρήγορα παρέρχονται. Για αυτό ακριβώς έμεινε ο Χριστός σαράντα ολόκληρες ημέρες στη γη, και εμφανίστηκε επανειλημμένα στους μαθητές του, και τους έδειξε τις ουλές από τα πληγές του, τους μίλησε για τις προφητείες που εκπλήρωσε με την ζωή και τα πάθη του ως άνθρωπος, και μάλιστα συνέφαγε μαζί τους.
2. Γιατί έφαγε ο αναστημένος Χριστός ψητό ψάρι και μέλι;
Στο σημερινό Ευαγγέλιον της Εορτής ακούμε ότι ζήτησε και έφαγε ο Χριστός «ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου», δηλ. ένα κομμάτι από ψητό ψάρι και από κηρύθρα με μέλι (Λουκ. 24:42). Γιατί αναφέρεται η λεπτομέρεια αυτή; Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, η λεπτομέρεια αυτή είχε πολύ σπουδαία αλληγορική σημασία. Όσον αφορά στο ψάρι, γνωρίζουμε ότι αν και ζει μέσα στην αλμυρή θάλασσα, το σώμα του δεν είναι αλμυρό, αλλά γλυκό. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Χριστός, που έζησε μέσα στην ‘αλμυρή θάλασσα της αμαρτίας’ του κόσμου τούτου, «αμαρτίαν ουκ εποίησε, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού», δηλ. δεν έκανε καμιά αμαρτία, ούτε ξεστόμισε τίποτε το δόλιο (Ησ. 53:9). Επίσης, ο Χριστός παρέμεινε πιο άφωνος και από το ψάρι όταν υπέστη το σωτήριο πάθος του και δέχτηκε τα ανήκουστα εκείνα βασανιστήρια και ακατανόμαστους υβρισμούς. Όσον αφορά στο μέλι και στο κερί, γνωρίζουμε ότι το μέλι είναι γλυκό και το κερί φωτιστικό, γι’ αυτό και θεωρούνται σαν σύμβολα της πνευματικής ηδονής και του φωτισμού που μεταδίδει στους πιστούς ο Χριστός μετά την Ανάστασή του. Επίσης, συμβολίζουν, το μεν πρώτο την θεραπεία της μεγάλης πίκρας της αμαρτίας την οποίαν συμβολίζει η χολή που του δόθηκε στο πάθος του, το δε δεύτερο, την διάλυση του πυκτού σκοταδιού της αμαρτίας την οποία συμβολίζει το σκοτάδι που έγινε κατά την σταύρωσή του.
3. Γιατί έγινε η Ανάληψη στο Όρος των Ελαιών;
Αφού λοιπόν επιβεβαίωσε ο Χριστός την εκ νεκρών Ανάστασή του στους μαθητές του με μελιστάλακτους λόγους, και φώτισε τον νου τους και θέρμανε την καρδιά τους με την παρουσία του, τους οδήγησε την 40ην ημέρα από την Ανάστασή του στο Όρος των Ελαιών, που βρίσκεται στα ανατολικά της Ιερουσαλήμ. Έπρεπε σ’ αυτό το Όρος να γίνει η Ανάληψη, γιατί σ’ αυτό, σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση, θα επανέλθει ο Κύριος σωματικά και με δόξα για να κρίνει τον κόσμο κατά την έσχατη ημέρα. Εκεί θα ελεηθούν με το μέγα έλεος οι δίκαιοι, και εκεί θα θρηνήσουν με τον αιώνιο και απαρηγόρητο θρήνο οι αμαρτωλοί. Τις δύο αυτές αντίθετες καταστάσεις των ανθρώπων δηλώνει η ονομασία του Όρους τούτου, γιατί οι κορυφές του ονομάζονται Όρος Ελαιών, ενώ οι πρόποδές του, κοιλάδα του Κλαυθμώνος. Το ίδιο προμήνυσε και ο χρησμός του προφήτη Ζαχαρία που ρητά δήλωσε «Ιδού ημέρα έρχεται Κυρίου, και στήσονται οι πόδες αυτού επί το Όρος των Ελαιών κατέναντι Ιερουσαλήμ εξ ανατολών» (Ζαχ. 14:4).
4. Γιατί έπρεπε να ήταν παρόντες οι Απόστολοι και η Θεοτόκος;
Σ’ αυτό το Όρος οδήγησε ο Κύριος τους μαθητές του και την Θεοτόκο που τον γέννησε, για να δουν με τα μάτια τους την ένδοξη Ανάληψή του. Έπρεπε η κατά σάρκα Μητέρα του να είναι παρούσα σ’ εκείνη την μεγάλη δόξα του Υιού της, έτσι ώστε όπως σαν Μητέρα πληγώθηκε ψυχικά για το πάθος του πάνω από όλους, έτσι κατά τρόπο ανάλογο να χαρεί πάνω από όλους βλέποντας τον Υιό της να ανέρχεται με δόξα στους ουρανούς, να προσκυνείται σαν Θεός από τους Αγγέλους και να καθίζεται στον θρόνο της Μεγαλοσύνης πάνω από κάθε αρχή και εξουσία. Έπρεπε επίσης και οι θείοι Απόστολοι να γίνουν αυτόπτες της Ανάληψής του, για να πληροφορηθούν, ότι ο θείος Διδάσκαλός τους που ανεβαίνει τώρα στους ουρανούς, από εκεί είχε κατεβεί, και εκεί θα τους περιμένει σαν αληθινός Υιός του Θεού και Σωτήρας του κόσμου.
5. Πως έγινε η πρωτόγνωρη και μοναδική Ανάληψη του Χριστού;
Είχαν ήδη φτάσει στη μεσαία κορυφή του Όρους. Μπροστά τους απλωνόταν η πόλη των Ιεροσολύμων. Ήταν ακόμα ανοιχτή στο χώμα η οπή στην οποία στήθηκε ο Σταυρός. Ανοιχτή ήταν επίσης και η είσοδος στον Τάφο του Σωτήρα, αφού ήταν ακόμα πεσμένος στο χώμα ο μέγας λίθος με τον οποίον είχε σφραγισθεί. Τότε στρέφει ο Σωτήρας τα νώτα του προς την αχάριστη πόλη των Ιεροσολύμων και το βλέμμα του ατενίζει προς ανατολάς, όπως αναφέρει ο Δαυίδ με χαρά σε κάποιο ψαλμό του, «Ψάλλατε τω Θεώ τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν του ουρανού κατά ανατολάς» (Ψαλμ. 67:34). Και ενώ αποχαιρετάει τους μαθητές του, υψώνει τα άχραντα χέρια του και ευλογεί για τελευταία φορά –τα χέρια εκείνα με τα οποία ανάπλασε τον άνθρωπο που είχε δημιουργήσει στην αρχή, και τα οποία άπλωσε από φιλανθρωπία επάνω στον Σταυρό και συνένωσε «τα διεστώτα», δηλ. αυτά που βρίσκονταν σε διάσταση. Ενώ δεν χόρταιναν τα μάτια των μαθητών να βλέπουν το θεοειδές και γλυκύτατο εκείνο πρόσωπο του Κυρίου τους, ξαφνικά άρχισε Εκείνος να ανέρχεται στον ουρανό. Το βλέμμα τους έμεινε καρφωμένο στο παράδοξο και ακατανόητο εκείνο θέαμα της σωματικής Ανάληψης του Κυρίου, μέχρις ότου τον έκρυψε η φωτεινή νεφέλη.
Τι πρωτόγνωρη και μοναδική που ήταν η μεγαλοπρέπεια αυτής της Ανάληψης! Και ο Ηλίας είχε αναληφθεί στους ουρανούς, όπως αναφέρει η Γραφή,* όμως η ανάληψή του έγινε με πύρινο άρμα και πύρινους ίππους, γιατί ήταν απλός άνθρωπος και χρειαζόταν βοήθεια για να αναληφθεί πάνω από την γη. Ο Χριστός όμως ήταν Θεάνθρωπος που αναλήφθηκε από μόνος του, με μόνη την παντοδυναμία του. Όσον αφορά στην νεφέλη εκείνη, επρόκειτο για το Άγιο Πνεύμα, όπως ακριβώς συνέβη και στην Μεταμόρφωση του Χριστού. Όπως η κάθοδός του και η Ενσάρκωσή του έγιναν «εκ Πνεύματος Αγίου», σύμφωνα με το μήνυμα του Γαβριήλ προς την Παρθένο («Πνεύμα Κυρίου επελεύσεται επί σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σε» Λουκ. 1:35), έτσι και τώρα «συνανέρχεται» (ανεβαίνει μαζί με το Άγιο Πνεύμα) γιατί Εκείνο τον παρακολουθεί και συνυπάρχει μαζί του ως ομοούσιό του, συμπροσκυνούμενο και συνδοξαζόμενο.
6. Γιατί εστάλησαν οι δύο ανθρωπόμορφοι και λευκοφόροι Άγγελοι;
Ενώ ατένιζαν έκθαμβοι στον ουρανό οι άγιοι Απόστολοι, δύο άνδρες παρουσιάστηκαν σ’ αυτούς ντυμένοι με λευκή στολή. Ήταν άγγελοι οι δύο αυτοί άνδρες που είχαν πάρει ανθρώπινη μορφή για να μη φοβίσουν τους μαθητές. Και ήταν λευκοφόροι για να φανερωθεί η αγνότητά τους και το διαφωτιστικό και χαρμόσυνο μήνυμα τους το οποίο είχαν αποσταλεί να παραδώσουν. Τους απόστειλε ο Χριστός που αναλήφθηκε, για να τους παρηγορήσει την στιγμή της λύπης τους για τον αποχωρισμό του, αλλά και να τους διαφωτίσει ότι ο αόρατος πλέον Κύριός τους καθόταν στα δεξιά του Θεού Πατρός και ότι θα κατεβεί και πάλι στη γη για να κρίνει όλους τους ανθρώπους, τους ζωντανούς και τους νεκρούς.
7. Ποιο ήταν το μήνυμα των λευκοφόρων Αγγέλων;
«Άνδρες Γαλιλαίοι», τους είπαν, «γιατί στέκεστε με το βλέμμα σας προσηλωμένο στους ουρανούς; Αυτός ο Ιησούς, τον οποίον σήμερα βλέπετε να αναλαμβάνεται, θα επανέλθει για να κρίνει τον κόσμο, και η επάνοδός του θα είναι ίδια με την ανάληψή του». Δηλαδή, θα έλθει από τον ουρανό φορώντας το ίδιο άχραντο Σώμα, το οποίο παρέλαβε από τα αίματα της αγνής Παρθένου, και το οποίο θα έχει επάνω του χαραγμένες τις πληγές που έλαβε στο πάθος του. Τώρα μόνο εσείς οι λίγοι τον βλέπετε να ανέρχεται στον ουρανό, όταν όμως επανέλθει, όλες οι φυλές της γης θα τον δουν να κατεβαίνει από εκεί με δόξα επάνω σε νεφέλες. Η ένδοξη αυτή κατάβασή του θα αποβεί πρόξενος μακαριότητας και χαράς για όσους έζησαν δίκαια. Για τους αμαρτωλούς όμως θα είναι αιτία θλίψεως και συμφοράς.»
8. Ποιος ήταν ο αντίκτυπος της Ανάληψης στους Αποστόλους και στο μικρό ποίμνιο της πρώτης Εκκλησίας;
Αυτά άκουσαν οι Απόστολοι και προσκύνησαν τον Σωτήρα στην Ανάληψή του και ύστερα επέστρεψαν με χαρά στα Ιεροσόλυμα. Η χαρά τους ήταν πολύ μεγάλη, γιατί έμαθαν οριστικά, ότι ο θείος Διδάσκαλός τους είναι Θεός αληθινός, που αναλήφθηκε στους ουρανούς, όχι για να εγκαταλείψει τη γη, αλλά για να την ενώσει με τον ουρανό. Η χαρά τους ήταν επίσης πολύ μεγάλη γιατί πήραν την ευλογία του Σωτήρα τους στην Ανάληψή του. Με αυτήν την ευλογία η ολιγάριθμη Εκκλησία των μαθητών, το μικρό εκείνο ποίμνιο, αυξήθηκε μέσα σε ένα μικρό διάστημα και έγινε πολύ μεγάλη, και παίρνοντας την χάρη του Αγίου Πνεύματος αναδείχτηκε στην Εκκλησία εκείνη που εγκαθιδρύθηκε σε όλα τα μέρη της γης.
9. Ποιος ήταν ο αντίκτυπος της Ανάληψης στις ταξιαρχίες των Αγγέλων στους ουρανούς;
Ενώ αυτά συνέβαιναν στη γη εξ αιτίας της Ανάληψης, στους ουρανούς οι Άγγελοι έστηναν μεγαλειώδες πανηγύρι. Οι τάξεις των Αγγέλων που υπηρέτησαν τον Σωτήρα επάνω στη γη και τον συνόδευαν τώρα στην θεία του Ανάληψη καλούσαν τις άνω ταξιαρχίες να ανοίξουν τις ουράνιες πύλες για να εισέλθει ο Βασιλεύς της Δόξης. «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών,» ψάλλει ο προφητάναξ Δαυίδ, «και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της Δόξης» (Ψαλμ. 23:7). Επειδή με το σωτήριο πάθος του έγινε ο Σωτήρας Χριστός ενδοξότερος και υψηλότερος –όπως το διατυπώνει ο Απόστολος Παύλος: «Εταπείνωσε το εαυτόν του και έγινε υπήκουος μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου Σταυρικού, γι’ αυτό και ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε το υπέρ παν όνομα» (Φιλιππ. 2:9), γι’ αυτό απαιτούν και οι πύλες του ουρανού να γίνουν υψηλότερες για να τον υποδεχτούν επάξια. Επίσης, επειδή η δόξα του νικητή του Άδη και του θανάτου, που δεν χώρεσε στην μικρή γη, πλήρωσε τους ουρανούς, απαιτούν να υψωθούν και εκείνοι (οι Άγγελοι) στην εμφάνισή του.
Ωστόσο, οι ανώτερες ταξιαρχίες των Αγγέλων, βλέποντας ανθρώπινο σώμα να μεταφέρεται πάνω από αυτούς, καταλαμβάνονταν από θάμβος και έκπληξη. Γιατί, όπως ένας άνθρωπος που βλέπει Άγγελο στη γη καταλαμβάνεται από έκπληξη φόβου, έτσι και οι ασώματοι Άγγελοι, βλέποντας τότε ένα σώμα να υψώνεται μέσα σε νεφέλη, ζητούσαν έκθαμβοι να μάθουν γι’ αυτό το παράδοξο θέαμα, ζητώντας δυο φορές να βεβαιωθούν, Ποιος είναι αυτός ο Βασιλεύς της Δόξης; Μαθαίνοντας, όμως, ότι είναι ο ισχυρός στους πολέμους Κύριος, που πάλεψε με τον διάβολο και τον κατέβαλε, που τώρα ανέρχεται στους ουρανούς, απορούν, πως το υπέρλαμπρο εκείνο σώμα είναι ερυθρό, και ρωτούν, «Τις ούτος ο παραγενόμενος εξ Εδώμ; ;» όπως ψάλλει ο πρώτος των προφητών, «ερύθημα ιματίων αυτού εκ Βοσόρ; Ούτος ωραίος εν στολή αυτού» (Ησαΐας 63:1); Δηλαδή, ποιος είναι αυτός ο γήινος που έρχεται φορώντας σάρκα σαν υπέρλαμπρο και ερυθρό ιμάτιο; Γιατί γήινος είναι η ερμηνεία του Εδώμ και σάρξ είναι το Βοσόρ, και το σημείο αναφοράς εδώ είναι το δοξασμένο εκείνο Σώμα του Δεσπότη Χριστού που φαινόταν κατά την άνοδό του στους ουρανούς σαν ερυθρό γιατί έφερε επάνω του τον τύπο των πληγών της άχραντης πλευράς, των χειρών και των ποδών.
10. Γιατί διατηρήθηκαν τα αποτυπώματα των πληγών στο Αναστημένο Σώμα του Χριστού;
Πώς όμως φαίνονταν οι πληγές σ’ εκείνο το άφθαρτο σώμα; Ήταν θέμα οικονομίας αυτό που φαινόταν, και είχε σαν σκοπό να φανερώσει την άρρητη (ανέκφραστη) και υπερβολική αγάπη του Θεανθρώπου για τον άνθρωπο. Δηλαδή το ότι καταδέχτηκε όχι μόνο να δεχθεί πληγές, αλλά και μετά την Ανάστασή του να τις διατηρήσει με παράδοξο τρόπο επάνω σ’ εκείνο το αφθαρτοποιημένο σώμα, και να τις δείξει στην Ανάληψή του και στον κόσμο των Αγγέλων σαν τα σύμβολα του πάθους του και σαν τα ανεξίτηλα τεκμήρια της αγάπης του προς εμάς τους ανθρώπους. Επίσης, διατήρησε τις πληγές του άχραντου σώματός του για να μας πείσει να μην λησμονούμε ποτέ τα πάθη του, διότι όταν τα έχουμε ενώπιόν μας, η καρδιά μας θα πλημμυρίζει από ευγνωμοσύνη προς αυτόν και από ιερά συναισθήματα. Τίποτε άλλο, λέει ο ιερός Χρυσόστομος δεν είναι ικανό να γεννήσει μέσα μας τα σωτήρια αυτά αποτελέσματα όσο το να βλέπουμε τον Θεό να μεταφέρει τα ίχνη του Σταυρού μέχρι το θρόνο της μεγαλοσύνης του. Κατά τον ιερό Αυγουστίνο, ο Θεάνθρωπος διατήρησε τις πληγές του στους ουρανούς, για να μας δείξει, ότι και στην κατάσταση της δόξης του δεν θα μας λησμονήσει, όπως άλλωστε μας διαβεβαιώνει γι’ αυτό και ο κορυφαίος από τους προφήτες: «Ιδού επί των χειρών μου εζωγράφησά σου τα τείχη, και ενώπιόν μου ει δια παντός» (Ησ. 49:16), δηλαδή, ουδέποτε θα μας ξεχάσει, διότι θα μας έχει γραμμένους με ανεξίτηλα γράμματα επάνω στα χέρια του και θα μεσιτεύει για μας ενώπιον του Θεού Πατρός. Ίσως ακόμη και να διατήρησε τις πληγές για να μας διδάξει ότι μόνο με παθήματα και θλίψεις θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στην βασιλεία των ουρανών. Αν ο ίδιος ο Θεάνθρωπος ανυψώθηκε με σταυρικό πάθος, και αν δοξάστηκε με επονείδιστο θάνατο, τότε πως εμείς θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στην δόξα εκείνη χωρίς να βαδίσουμε στην στενή οδό της αρετής, και χωρίς να υπομείνουμε θλίψεις και πειρασμούς αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα; Αυτό είναι τελείως αδύνατο. |
|
Η Ερμηνεία της Αγίας Γραφής
Τα κείμενα της Αγίας Γραφής, εν προκειμένω της Καινής Διαθήκης, δεν είναι απλώς κείμενα φιλολογικά. Προ παντός, είναι κείμενα εκκλησιαστικά. Η Εκκλησία συνέγραψε αυτά τα κείμενα και η Εκκλησία μπορεί να τα ερμηνεύσει αυθεντικά.
Εκκλησία είναι οι άγιοι που αποτελούν κοινωνία με την Κεφαλή της, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Εκκλησία είναι η ενότητα της Κεφαλής, δηλαδή του Χριστού και των αγίων, τα μέλη του Σώματος Του, σύμφωνα με τη διδασκαλία του απ. Παύλου: «Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους." (1 Κορινθ. κεφ. 12, Κολοσσ. 1: 18, Εφεσ. κεφ 4) Σύμφωνα με τη διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, μέλη του Σώματος του Χριστού είναι οι βαπτισμένοι και βεβαιόπιστοι Χριστιανοί, που ζουν οργανικά ενωμένοι με την Κεφαλή. Ως κατοικητήρια του Αγίου Τριαδικού Θεού, οι άγιοι είναι φορείς της Παραδόσεως, της αδιαλείπτου δηλαδή ενέργειας του Παναγίου Πνεύματος, που υπάρχει μέσα στην Εκκλησία και την κατευθύνει «εις πάσαν την αλήθειαν» - Ιω 16: 13, επ. Ιούδα, 3.
Επομένως, η Καινή Διαθήκη και γενικότερα η Αγία Γραφή, ως κείμενο εκκλησιαστικό, φυλάσσεται στους κόλπους της Εκκλησίας και ερμηνεύεται από αυτήν. Βεβαίως, οι διάφορες άλλες γνώσεις (ιστορικές, φιλολογικές, κ.λπ.,) μπορούν να είναι χρήσιμες και βοηθητικές, αλλά πρέπει να τονισθεί ότι μόνον εκείνοι που έχουν το ΄Αγιο Πνεύμα μπορούν να ερμηνεύσουν τη διδασκαλία των Αποστόλων, απλούστατα γιατί αυτοί έχουν την ίδια εμπειρία. Και αυτοί οι πραγματικοί ερμηνευτές των Γραφών μπορεί να είναι αλιείς και αγράμματοι. ΄Όμως, το ΄Αγιο Πνεύμα τους φωτίζει να κατανοήσουν το βάθος του χωρίου.1
«΄Ολη η Αγία Γραφή λέμε ότι διαιρείται σε σάρκα και σε πνεύμα, σαν να είναι ένας πνευματικός άνθρωπος. Και εκείνος που λέει ότι το γράμμα της Γραφής είναι σάρκα και το νόημά του ότι είναι πνεύμα, δηλαδή ψυχή, δεν κάνει λάθος. Και είναι φανερά σοφός εκείνος που άφησε το φθειρόμενο μέρος και δόθηκε ολότελα στο άφθαρτο.
«Σ’ εκείνους που μελετούν με μεγάλη επιμέλεια τις θείες Γραφές, ο Κύριος παρουσιάζεται να έχει δύο μορφές. Η μία είναι κοινή και πιο δημώδης και [όχι] σε λίγους θεατή, και σ’ αυτήν αναφέρεται η φράση: ‘Τον είδαμε και δεν είχε ωραιότητα ούτε κάλλος’. (Ψαλμ. μθ΄ 14, ριε΄ 8) Η άλλη είναι πιο μυστική και λίγοι τη φτάνουν, όσοι έχουν γίνει ήδη όμοιοι με τους αγίους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη, μπροστά στους οποίους μεταμορφώθηκε ο Κύριος με λαμπρότητα που υπερβαίνει την αίσθηση. Με τη μορφή αυτή είναι ‘ωραίος περισσότερο από όλους τους υιούς των ανθρώπων.’ (Ψαλμ. μδ΄ 3)»2
Η αυθεντική λοιπόν ερμηνεία των Γραφών είναι θέμα πνευματικής ζωής. Ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός γράφει: «Και απλώς πάσα γραφή και πας λόγος Θεού ή Αγίου τινός ή των αισθητών ή των νοητών κτισμάτων σκοπόν έχει εν εαυτώ κεκρυμμένον. Ου μόνον δε αλλά και πας ανθρώπινος λόγος. Και ουδείς γινώσκει τον νουν του τυχόντος ρητού, ει μη δι’ αποκαλύψεως.» «… μετά ταπεινώσεως και συμβουλής των εμπείρων, έργω μάλλον ή λόγω μαθείν, τα δε σεσιγημένα υπό των θείων Γραφών μηδ’ όλως ζητείν… Και πως τολμά τις ειπείν ότι γινώσκω τον σκοπόν του Θεού τον εν ταις θείαις Γραφαίς κεκρυμμένον, χωρίς αποκαλύψεως του Υιού αυτού;»3
Όσοι χρησιμοποιούν την κοσμική σοφία και μάθηση λαμβάνουν ένα μικρό μόνο μέρος αυτής της γνώσεως, ενώ όσοι διαθέτουν πνευματική γνώση, έχουν όλη τη γνώση: «Το πηγαδι του Ιακώβ είναι η Γραφή. Το νερό είναι η θεία γνώση που περιέχει η Γραφή. Το βάθος είναι το δυσκολοπλησίαστο νόημα των γραφικών αινιγμάτων… Το δοχείο της αντλήσεως, δηλαδή η μάθηση, παίρνει ένα ελάχιστο μέρος της γνώσεως και αφήνει το όλον που με κανένα λόγο δεν πιάνεται. Ενώ η κατά χάρη γνώση έχει το σύνολο – και μάλιστα χωρίς μελέτη – της δυνατής για ανθρώπους σοφίας, η οποία αναβλύζει ανάλογα με τις ανάγκες.»4
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επανειλημμένα αναφέρει ότι οι άγιοι Πατέρες είναι οι ασφαλείς θεολόγοι της Εκκλησίας. ΄Οσοι έφτασαν στη θεωρία του ακτίστου Φωτός, ενώθηκαν με Αυτό και απέχτησαν το «θεολογείν ασφαλώς». Γράφει χαρακτηριστικά: «…η προς το υπερφαές φως υπερφυής ένωσις, παρ’ ης μόνης εγγίνεται και το θεολογείν ασφαλώς.»5
Εξηγεί ο καθηγητής π. Ιω. Ρωμανίδης: «Εξ ορθοδόξου επόψεως, εκείνο το οποίον κάμνει το κείμενον θεόπνευστον δεν είναι αι αρχικαί λέξεις καθ’ εαυτάς, αλλά η υπό των θεουμένων ερμηνεία του κειμένου, διότι όσον ακριβές προς το πρωτότυπον και αν είναι το κείμενον, εις χείρας μη θεουμένων και εκτός της κοινωνίας αυτών ευρισκομένων δεν ωφελεί. Και τα ίδια τα υπό προφητών και αποστόλων ιδιοχείρως γραφόμενα και αν είχον αυτοί ίνα διαβάσουν και μελετήσουν, πάλιν κεκρυμμένον από αυτούς θα είναι το μέγα της ευσεβείας μυστήριον. Και τούτο, διότι θεόπνευστον δεν είναι το κείμενον καθ’ εαυτό, αλλά θεόπνευστος είναι ο γράφων αυτό θεούμενος, ή θεόπνευστα τα περί θεουμένου γραφόμενα, αλλά μόνον, όταν υπό θεουμένου ερμηνεύονται.»6
Ωστόσο, οι άγιοι «ου πάντα σκοπόν Θεού περί εκάστου πράγματος ή γραφικού λόγου γινώσκουσιν…», διότι «ο Θεός ακατάληπτός εστι και η σοφία αυτού ουκ έχει πλήρωμα»7. «Ο ούτως ευρεθείς εν θεωρία θεούμενος και θεόπνευστος δεν γίνεται απλανής φιλόσοφος ή επιστήμων, αλλ’ απλανής θεολόγος. Περί Θεού ομιλεί απλανώς, αλλά δεν καθίσταται αλάθητος περί της δομής και των μυστηρίων του σύμπαντος.»8
Συνεπώς, η Αγία Γραφή δεν μπορεί να ερμηνευθεί η να προσεγγισθεί αποκομμένη από την Παράδοση της Εκκλησίας. Όπωσδήποτε δε, δεν αρκεί η διανοητική κατανόηση της, η οποία μπορεί να αποτελεί και διαστροφή του λόγου του Θεού. Ας μη λησμονούμε όσα γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Υπάρχουν μερικοί ακάθαρτοι δαίμονες που μόλις αρχίσει κάποιος τη μελέτη της Αγίας Γραφής, του αποκαλύπτουν την ερμηνεία της. Τούτο ιδιαίτερα αγαπούν να το κάνουν σε καρδιές κενοδόξων ανθρώπων και μάλιστα μορφωμένων με την κατά κόσμον παιδεία. Και αποσκοπούν να τους ρίξουν σε αιρέσεις και βλάσφημες ιδέες, απατώντας τους σιγά – σιγά….»9
|
|