Ο ρόλος των Πατέρων στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής
Ας δούμε ποια δικαίωση είναι δυνατό να έχει καθεαυτή η θέση πως οι Πατέρες εξηγητές προσφέρουν μασημένη τροφή, που δήθεν καθιστά περιττή την κατευθείαν από μας μάσηση της αγιογραφικής τροφής.
Λένε μερικοί: «Είναι τόσο δύσκολο να εξηγήσει και να καταλαβαίνει κανείς τις άγιες Γραφές. Διαβάζοντας όμως κανείς τα Εξηγητικά των Πατέρων, βρίσκει εκεί έτοιμη και μασημένη την τροφή που θέλει».
Εν πρώτοις, πρέπει να σημειωθεί πως μία τέτοια διατύπωση έχει χαρακτήρα «οικονομικό» και «παιδαγωγικό»∙ δεν είναι η ορολογία της θεολογίας αυτή. Μέθοδοι οικοδομής των πιστών δεν πρέπει να συγχέονται με τη θεολογία. Οι ίδιοι οι Πατέρες διαρκώς παραπέμπουν τους χριστιανούς στην Αγία Γραφή. Είναι πολύ διδακτικό το γεγονός ότι η όλη διδασκαλία τους, όχι μόνο η θεολογική, αλλά και η πρακτική-οικοδομητική στηρίζεται στις Γραφές. Την κατήχηση, δηλαδή και την οικοδομή των χριστιανών αντιλαμβάνονται σαν γνώση των Γραφών και ανάλυση του νοήματός τους. Ουδέποτε δε διανοήθηκαν ότι τα συγγράμματά τους θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν τα Ευαγγέλια και τις Επιστολές της Κ. Διαθήκης! Γι’ αυτούς η γραφή υπήρξε πάντοτε όχι μόνο το κριτήριο των απόψεών τους, αλλά και ανεξάντλητο θησαυροφυλάκιο εμπνεύσεως και ζωής πνευματικής.
Έπειτα, η Γραφή δεν είναι πάνω από την Εκκλησία, ούτε αποτελεί ένα είδος νομικής αυθεντίας εντός της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή είναι αυθεντική έκφραση της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας, που τελεί οργανική σχέση προς την πίστη και τη ζωή της όλης Εκκλησίας δια των αιώνων. Ο Κανόνας των ιερών βιβλίων καθορίσθηκε από την Εκκλησία όχι σαν κάποιος αυθέντης έξω και πάνω από αυτή, ούτε σαν κάποιος κώδικας θείων νόμων, που έχουν ανάγκη σχολιασμού με την παράθεση αυθεντικών ερμηνειών του παρελθόντος (Cate-nae), όπως ακριβώς συνέβαινε με το ρωμαϊκό δίκαιο και συμβαίνει με το δίκαιο εν γένει μέχρι σήμερα. Ο Κανόνας δεν είχε την έννοια νομοθεσίας. Εξαιτίας των Ιουδαίων και των αιρέσεων ήταν ανάγκη η Εκκλησία να δημιουργήσει δικό της κανόνα, για να δώσει έτσι στην Π. Διαθήκη την αρμόζουσα θέση και την ορθή έννοια μέσα στους κόλπους της∙ εξάλλου, με τη δημιουργία Κανόνα, απέβλεπαν στην καταπολέμηση των συγγραφών των αιρετικών, οι οποίοι εμφάνιζαν τα έργα τους στο όνομα Αποστόλων ή αποστολικών ανδρών, για τη διασπορά και επιβολή των ιδεών τους.
Η Αγία Γραφή δεν είναι νόμος αλλά «μαρτυρία», και οι συγγραφείς της δεν είναι νομοθέτες, αλλά «μάρτυρες». Αν π.χ. η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως κλάποια γνήσια επιστολή του αποστόλου Παύλου, κανένας δεν θα διενοείτο να την αποκλείσει από τον Κανόνα. Ούτε καν υπάρχει υποψία πως η εύρεση νέων κειμένων του αρχικού χριστιανισμού θα δημιουργούσε πρόβλημα ως προς την ουσία της πίστεως∙ απλούστατα, μ’ αυτό το νέο απόκτημα, κατά τρόπο αληθινά γνήσιο και αυθεντικό, θα πλουτιζόταν η γνώση και η πνευματική μας πείρα.
Αφού όμως η Γραφή είναι οργανικά δεμένη με την πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας, δεν αντιλαμβάνεται κανείς γιατί μια ορισμένη εποχή μπόρεσε να την εννοήσει καλύτερα από άλλες, έτσι ώστε η καλύτερη αυτή κατανόηση των Γραφών, υπό τις συνθήκες μιας ορισμένεης εποχής, να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο για τις άλλες το υλικό προς μίμηση και επανάληψη.
Σε μερικούς κύκλους δεν έχει γίνει επαρκώς κατανοητό πως οι Πατέρες εξηγητές δεν εξάντλησαν το περιεχόμενο των Γραφών, τις οποίες είδαν και ερμήνευσαν κατά θαυμάσιο ίσως τρόπο, αλλά από ορισμένες μόνο απόψεις, που επέβαλαν οι ανάγκες της εποχής τους.
Οι Πατέρες εξηγητές των αγίων Γραφών πρέπει να θεωρούνται κατεξοχήν οδηγοί μας στην προσπάθειά τους, ώστε να μείνουν μακριά από την αίρεση, και σε οργανική σχέση προς τη ζωή και την πίστη της όλης Εκκλησίας∙ κι αυτό όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί στην εποχή τους η Εκκλησία αντιμετώπισε σειρά ανθρώπων διανοουμένων επί ενός υψηλού επιπέδου πνευματικών ζυμώσεων υπό την επίδραση των φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής. Είναι, πράγματι, έξοχοι και, θα έλεγε κανείς, ανεπανάληπτοι δάσκαλοι στον τρόπο που ζούν και σκέπτονται την οργανική ενότητα Γραφής και Παραδόσεως, δηλαδή πίστεως και ζωής της Εκκλησίας. Καθόλα ανήκουν όμως στην εποχή τους.
Τα πατερικά κείμενα πρέπει να μελετώνται από τον ορθόδοξο βιβλικό επιστήμονα σαν σχολείο μυήσεως στο πνεύμα αυτής της οργανικής σχέσεως Γραφής και ζωής της Εκκλησίας. Κατά τα άλλα, ως προς το γράμμα, οι Πατέρες παρέχουν στον εξηγητή ένα πλούσιο φιλολογικό και ιστορικό ερμηνευτικό υλικό. Δεν είμαστε αγνώμονες ούτε για το τελευταίο αυτό. Είναι όμως, εξάλλου, γεγονός ότι το υλικό αυτό υστερεί του αντίστοιχου στη διάθεσή μας σήμερα. Εμείς γνωρίζουμε ασφαλώς καλύτερα τι συνέβαινε στην Κόρινθο ή στη Ρώμη, όταν ο Παύλος έγραψε στις Εκκλησίες αυτές τις επιστολές του. Και η πλουσιότερη αυτή γνώση μας βοηθά να εννοήσουμε τα ιερά κείμενα πληρέστερα και βαθύτερα.
Ό,τι αφορά στη φιλολογική, την ιστορική και την κριτική ανάλυση των ιερών κειμένων η γνώση μας σήμερα υπερέχει της γνώσεως των Πατέρων. Εκεί που οι Πατέρες γίνονται πολύτιμοι δάσκαλοί μας είναι στα ουσιώδη θέματα, όπως η κατανόηση του πνεύματος της «εκκλησιαστικότητας» των ιερών κειμένων, ότι δηλαδή δεν ανήκουν στην εποχή τους μόνο, όπως έχει την τάση να τα βλέπει ο ιστορικός και ο φιλόλογος, αλλά στην Εκκλησία καθόλου, και ότι, αφού ανήκουν στην Εκκλησία που είναι ζωή και οδός, εκφράζουιν αυτή τη ζωή και την οδό σε σχέση προς τις ποικίλες πλάνες και θεωρίες του κόσμου.
Μελετώντας τους Πατέρες όχι απλώς κατά γράμμα, αλλά κυρίως κατά πνεύμα, μυείται ο εξηγητής σε δύο κυρίως βασικές αρχές του μυστηρίου της Εκκλησίας:
(α) Ότι ο Θεός, σαν ο ουστιαστικός συγγραφέας των ιερών βιβλίων, μιλά δια μέσου αυτών προς την Εκκλησία του καθόλου, όπως μίλησε προς αυτήν κατά την εποχή που γράφτηκαν. Και
(β) ότι η Γραφή εκφράζει τον τύπο ζωής του μέλους του Σώματος του Χριστού, ο οποίος τύπος μας οδηγεί να πιστέψουμε και να ζήσουμε δια μέσου των ποικίλων πλανών και εκτροπών του βίου, που αντιμετωπίζει κάθε εποχή.
Η συμβολή αυτή της πατερικής εξηγητικής, που δεν έχει καμμία ουσιαστική σχέση προς τα περί της μασημένης τροφής και προς το σύστημα των Σειρών – είναι ιδιαίτερα σημαντική και σήμερα, κι αυτό γιατί η φιλολογική, ιστορική και κριτική έρευνα των ιερών κειμένων έχει αναλυτικό χαρακτήρα, και επομένως την τάση της εξετάσεως των επί μέρους προβλημάτων χωριστά από το σύνολο του μηνύματος των Γραφών, μερικές φορές μάλιστα χωριστά και από τις απόψεις του όλου κειμένου, που παρουσιάζει το υπό εξέταση πρόβλημα.
Η αναλυτική μέθοδος έρευνας πολλά προσέφερε και προσφέρει στον καθαρώς ερευνητικό τομέα. Χωρίς όμως ενίοτε να το καταλαβαίνει κανείς, παρασύρεται κατά την ανάλυση προς τοποθετήσεις αντιιστορικές, ένεκα των οποίων παύει να εννοεί μερικά βασικά πράγματα, αδυνατεί δε να δει τα κείμενα εντός της συνολικής συνάφειας της Εκκλησίας. Το έργο του ορθοδόξου βιβλικού επιστήμονα είναι ο συνδυασμός της αναλυτικής μεθόδου της σύγχρονης επιστήμης με τη συνθετική «μέθοδο» των Πατέρων.
Και οι αρχαίοι Πατέρες αντιμετώπισαν την αρχαία ελληνική αναλυτική μέθοδο. Την γνώρισαν και την σπούδασαν στις ελληνικές ειδωλολατρικές Σχολές και με τη βοήθεια του Πνεύματος της Εκκλησίας την υπερνίκησαν σαν άνθρωποι του Χριστού και σαν άνθρωποι του αιώνα τους. Χωρίς να αισθάνονται ότι υστερούν κατά την επιστήμη και τη σοφία της εποχής τους, ερμήνευσαν ιερά κείμενα εντός μιας άλλης προοπτικής, διάφορης από εκείνη που τα είδαν οι ειδωλολάτρες λόγιοι και οι ποικίλοι αιρετικοί.
Σήμερα το δικό μας έργο είναι δυσχερέστατο, γιατί η σύγχρονη αναλυτική φιλολογική και ιστορική εργασία είναι ενταγμένη στην εξελικτική και κινιτική περί του κόσμου και της ιστορίας άποψη, η οποία ήταν άγνωστη και στους Πατέρες και στους σύγχρονους τους ειδωλολάτρες λόγιους. Εξάλλου, η γνώση έχει τόσο αυξηθεί και τόσο διασπασθεί, ώστε είναι αδιανόητο σήμερα σε ένα πρόσωπο να συγκεντρωθεί όλη η γνώση και η παιδεία της εποχής μας, όπως ήταν δυνατό κατά την αρχαιότητα. Σήμερα πρέπει κανείς τουλάχιστον να είναι επιστήμονας σαν τον Teillard De Chardin, φιλόλογος και θεολόγος σαν τον Bultman και άγιος, όπως φερειπείν ο π. Ευσέβιος Μαθιόπουλος, για να έχει στην εποχή μας τη συγκρότηση που είχε ο Μ. Βασίλειος στα δικά του χρόνια, όταν έγραφε την «Εξαήμερο». Ο πλούτος στη γνώση και η διάσπαση αφενός, η εξελικτική και κινητική προοπτική αφετέρου, αυτά όλα είναι εντελώς νέοι παράγοντες, που δίνουν άλλη χροιά στο έργο της αναλύσεως κατά την εποχή μας. Υπό τα δεδομένα αυτά είναι φυσικό πως και η ορθόδοξη εξηγητική μπορεί να κινείται εντός πιο κινητικών και «πορειακών» προοπτικών με το αυτό δικαίωμα, με το οποίο η παλαιά εξηγητική κινούνταν μέσα σε πιο «στατικά» πλαίσια. Αυτά ως προς την ανάλυση.
Αλλά ως προς τη σύνθεση χρειάζονται μερικές παρατηρήσεις. Ο ορθόδοξος εξηγητής έχει να κάνει με κείμενα, που γεννήθηκαν από τη ζωή μιας κοινότητας, η οποία πιστεύουμε πως ήταν η κοινότητα «εις ην τα τέλη των αιώνων κατήντηκεν», ο δε περιεχόμενος στα κείμενά της λόγος πιστεύθηκε σαν ο «έσχατος» λόγος του Θεού προς την ανθρωπότητα. Τα κείμενα αυτά διέσωσε στους κόλπους της η Εκκλησία, σχολίασε, ερμήνευσε και εβίωσε μέχρι σήμερα, γιατί την οδηγούν προς κάπου. Για να βρούμε το μήνυμα των κειμένων αυτών για μας σήμερα, πρέπει ασφαλώς να γνωρίζουμε πρώτα-πρώτα τι νόημα είχαν εντός του περιβάλλοντος που γράφηκαν. Έτσι δεν εξηγούμε την προέλευση του μηνύματος, αλλά εξηγούμε τους τρόπους με τους οποίους κατανοήθηκε και βιώθηκε από τους ανθρώπους. Επομένως: το μέλλον είναι το «σημείο» από το οποίο θεάται κανείς το παρελθόν και το παρόν. Δηλαδή αυτό που περιμένει η Εκκλησία του Θεού είναι η ουσιαστική αφετηρία για την κατανόηση παρελθόντος και παρόντος. Η οποιαδήποτε «σύνθεση» έχει εσχατολογικό χαρακτήρα.
Η ανάλυση, εξάλλου, μας οδηγεί σε μία σειρά θεμάτων, προβλημάτων και ερωτημάτων της εποχής, που γράφηκαν τα ιερά κείμενα, μέσα σε μία προοπτική πως ο κόσμος τελειώνει γρήγορα. Δεν μπορούμε να πούμε πως τα βασικά από τα προβλήματα αυτά δεν είναι και δικά μας. Σ’ εμάς όμως παρουσιάζονται υπό τελείως διάφορη μορφή. Οι Πατέρες «συνέθεσαν» τα δεδομένα των Γραφών με τα δεδομένα της εποχής τους. Και σ’ αυτό είναι λαμπροί οδηγοί και δάσκαλοί μας: Τα δεδομένα όμως της πατερικής εποχής είναι από πολλές απόψεις διάφορα από τα δεδομένα της δικής μας.
Αναφέρω μερικά παραδείγματα:
Το κοσμοείδωλο, η εικόνα δηλαδή περί κόσμου, είναι σήμερα εντελώς άλλη απ’ ό,τι ήταν κατά τους χρόνους της Κ.Δ. και των Πατέρων. Δεν υπάρχει πια σήμερα η εικόνα για έναν κόσμο με τρία πατώματα.
–Η έννοια της ιστορίας, επίσης, είναι σήμερα τελείως διάφορη, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στη σωτηριολογική σημασία του χρόνου, της επιστήμης και της τεχνικής. Αλλιώτικα αισθάνεται ο άνθρωπος στη θέση του σήμερα μέσα στον κόσμο και στην ιστορία. Όσο επεκτείνεται ο κόσμος και η ιστορική κονίστρα, παράδοξα τόσο σμικρύνεται η σημασία του ανθρώπου, οπότε υπό άλλη μορφή παρουσιάζεται το πρόβλημά του, εντός του σχεδίου του Θεού.
–Η έννοια της ανθρωπότητας, όχι εντός του σχήματος της ρωμαϊκής οικουμένης ή της μεσαιωνικής ανατολικής ή δυτικής αυτοκρατορίας, αλλά υπό μία έννοια αληθινά οικουμενική.
–Η έννοια της ύλης και η περιφρόνησή της καθόλη την ελληνιστική περίοδο αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει από την εποχή της Αναγεννήσεως και την αυγή των νεώτερων χρόνων.
–Η δυνατόητα του ανθρώπου, παρά τη σημερινή εκμηδένισή του, να καταστρέψει τον πλανήτη μας ή να τον αναμορφώσει ή τις οίδε τι άλλο.
–Η κοινωνική επανάσταση σε παγκόσμια διάσταση με την ελπίδα δημιουργίας μιας νέας ζωής και σωτηρίας από τα σημερινά δεινά.
–Η αλλαγή στο νόημα της εργασίας, στη θέση της γυναίκας και του παιδιού μέσα στις σύγχρονές μας κοινωνίες.
–Και για να μη συνεχισθεί ατέλειωτα ο κατάλογος, ας μνημονευθεί τελικά ο σύγχρονος ανθρωποκεντρισμός, που κατέληξε στην άρνηση του Θεού. Η αθεΐα κατά τους χρόνους της Κ.Δ. και των Πατέρων, αν δεν ήταν άγνωστη, ήταν σπάνιο και μεμονωμένο φαινόμενο∙ σήμερα όμως είναι η επίσημη ιδεολογία κοινωνικών καθεστώτων, που καλύπτουν μεγάλο τμήμα του πλανήτη μας και επηρεάζουν το υπόλοιπο.
Οι αλλαγές αυτές που αναφέρθηκαν και πολλές άλλες δεν επηρέασαν τη ζωή των ανθρώπων τόσο κατ’ έκταση, ποσοτικά, όσο την σφραγίζουν ποιοτικώς. Είναι δυνατό, π.χ. να ισχυρισθεί κανείς ότι ο σημερινός άνθρωπος ζει την αμαρτία και τη σωτηρία υπό τις μορφές που έζησαν αυτά οι άνθρωποι του 1ου ή του 5ου αι.; Ασφαλώς ζει πολύ βαθιά τρομερά δυσάρεστες καταστάσεις καθώς και την ανάγκη να γλιτώσει από αυτές. Λοιπόν, κατά τα δεδομένα αυτού του νέου κόσμου, πρέπει πατώντας στα αχνάρια της πατερικής «συνθέσεως», με τη σειρά μας να τον «συνθέσουμε» με την πίστη της αρχικής Εκκλησίας, όπως εκφράζεται στα κείμενά της. Το έργο είναι δύσκολο, αλλά είναι απαραίτητο.
Είναι δύσκολο έργο, γιατί πολλοί θεολόγοι δεν είμαστε συνηθισμένοι στης έννοιες αλλαγή, μεταβολή, μεταμόρφωση, παρά το γεγονός ότι η θεολογία μας βλέπει τον άνθρωπο γενικώς υπό δυναμικό πρίσμα∙ είτε στην πτώση είτε στο δρόμο προς το «καθ’ ομοίωση» ο άνθρωπος δεν μένει ο ίδιος, μεταβάλλεται. Εν τούτοις, η έννοια αλλαγή μας είναι αρκετά ξένη.
Έπειτα, ενώ μιλάμε για άγιο Πνεύμα, δεν ανοίγουμε τον εαυτό μας ελεύθερα στις ενέργειές του. Εξήγηση και ερμηνεία του ιερού κειμένου συμπλέκονται.
Η εξήγηση του ιερού κειμένου είναι η κατανόησή του εντός της συγκεκριμένης καταστάσεως της εποχής του και εντός του υπόβαθρου της γενικής εμπειρίας της Εκκλησίας.
Η ερμηνεία του είναι η ορθή «εν αγίω Πνεύματι» απόδοση του νοήματος του Ευαγγελίου δια μέσου των παλαιών μορφών μέσα σε νέες μορφές, που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες. Οι νέες αυτές μορφές πρέπει να καθιστούν, για μας και τους συγχρόνους μας, το Ευαγγέλιο ζωή αληθινή, και να μη το παρουσιάζουν σαν μία κάπως μακρινή και χαώδη απομίμηση και επανάληψη όρων και εικόνων μιας άλλης, παλιάς εποχής. Όχι το πνεύμα του ερμηνευτή, αλλά το άγιο Πνεύμα, που οδηγεί στην ελευθερία και την αλήθεια, πρέπει να είναι βιωματικά κτήμα του ορθοδόξου ερμηνευτή, στην οργανική του σχέση προς την Εκκλησία με την καθολική της έννοια. Αυτό αποτελεί απαραίτητο συντελεστή, όχι τόσο της εξηγήσεως, όσο της «ερμηνείας» των ιερών κειμένων.
Η απόρριψη του μυστηρίου του αγίου Πνεύματος στο θέμα της αλήθειας κατά την ερμηνεία των ιερών κειμένων, με την έννοια της πιστότητας στην ουσία της εκκλησιαστικής παραδόσεως και της μεταφράσεως της ουσίας αυτής σε νέες μορφές και εικόνες, αποτελεί παραγνώριση της ιδιομορφίας του ιερού κειμένου. Κανείς ερμηνευτής δεν είναι αλάθητος, ακόμα και ο πιο ορθόδοξος, αφού η Ορθοδοξία δεν είναι μόνο κληρονομιά και κτήμα, αλλά κυρίως στόχος του αγώνα και της προσπάθειας κάθε ορθόδοξου. Ο ορθόδοξος ερμηνευτής είναι αλάθητος μόνο καθόσον οργανικά συνδέεται προς το γενικό αλάθητο της καθολικής Εκκλησίας «εν αγίω Πνεύματι». Κατά τα άλλα, σε επί μέρους εξηγήσεις ή ερμηνείες ή θεωρίες ή υποθέσεις ή απόψεις, και ο οθρόδοξος ερμηνευτής λανθάνει.
Οι Πατέρες είναι πολύ διδακτικοί και επί του προκειμένου: Πολλές φορές, οι ίδιοι μνημονεύουν μία, δύο και τρεις απόψεις περί ενός χωρίου ή γεγονότος των Γραφών. Είναι δε γνωστό πόσο σε επί μέρους τέτοια θέματα διαφέρουν οι απόψεις από Πατέρα σε Πατέρα της Εκκλησίας. Περισσότερο δε από καθετί διδάσκεται από τους Πατέρες η ταπείνωση, η συναίσθηση της ανθρώπινης ασθένειας με την οποία, εν πάση περιπτώσει, προσεγγίζεται το ιερό κείμενο∙ είναι σαν να ψαύσουν τον αναστάντα Λόγο του Θεού. Ο ορθόδοξος ερμηνευτής, επειδή είναι ορθόδοξος, έχει συνείδηση των αδυναμιών του και είναι ξένος προς την κομπορρημοσύνη του κόσμου. Όσο στερείται της συνειδήσεως των αδυναμιών του ο ερμηνευτής –είτε από κοσμικό φρόνημα είτε από υπερβολική εξοικείωση– τόσο εκπίπτει του προορισμού του.
Η οδός αυτή, που ήταν και η οδός των Πατέρων, δεν είναι εύκολη. Είναι δύσβατη, πλήρης ασαφειών, αγωνιών, ψηλαφήσεων και κινδύνων. Σίγουρα, δεν είναι καν οδός ανθρώπινη εντός δηλαδή των δυνατοτήτων μόνο του ανθρώπου. Η επιτυχία του ορθοδόξου ερμηνευτή είναι έργο του αγίου Πνεύματος. Οι αποτυχίες είναι δικές μας, της ασθένειάς μας. Έχουμε όμως για ενθάρρυνση σαν παράδειγμα επί του προκειμένου την επιτυχία των αγίων Πατέρων στη μεταφορά εν αγίω Πνεύματι του Ευαγγελίου από τα εβραϊκά του πλαίσια στις ελληνικές κατηγορίες σκέψεως.
Το θέμα Αγία Γραφή και ερμηνευτές Πατέρες χρειάζεται ευρύτερη διαπραγμάτευση. Η ορθόδοξη ερμηνευτική δεν είναι επανάληψη των ερμηνευτών Πατέρων, αλλά είναι η μύηση στην όλη ερμηνευτική τους σκέψη, ώστε με τη βοήθειά της να μάθει κανείς να σκέπτεται διά των Γραφών μέσα στην εποχή μας, με τα ιδιαίτερα προβλήματα και ερωτήματά της, όπως σκέπτονται εκείνοι δια των Γραφών ως προς τα προβλήματα και ερωτήματα της δικής τους εποχής. Αν χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του π. Γεωργίου Florovsky, θα πούμε ότι η ορθόδοξη ερμηνευτική πρέπει να είναι σήμερα «νεοπατερική».
Κάθε άλλη χρήση των Πατέρων, απλή παράθεση χωρίων, επανάληψη, νεκρή απομίμηση προς κατανόηση της Αγίας Γραφής, δεν αποδίδει, δυστυχώς τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού ουσιωδώς παραγνωρίζει τον παράγοντα «ιστορία»∙ έτσι η άλλη αυτή κατά το γράμμα μιμητική χρήση των αγίων Πατέρων καταντά ακούσια σε υποτίμηση και της σημασίας της Γραφής και της σπουδαιότητας των Πατέρων.
Απόσπασμα από το εγχειρίδιο για τους Σπουδαστές: "Ερμηνευτική των Ιερών κειμένων" του Σάββα Αγουρίδη, Καθηγητή Πανεπιστημίου. (Έκδοση 1984. Σελίδες 52 - 60) |
|
Η σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης του Θεού
Πολλοί Χριστιανοί, επηρεασμένοι από τον Προτεσταντισμό, συνηθίζουν να ονομάζουν μερικές φορές την Αγία Γραφή: "λόγο του Θεού", "Θεία αποκάλυψη", "πηγή της πίστεως", κλπ. Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο "Η Αποκάλυψη του Θεού", με εκτενείς παραθέσεις από τους μεγαλύτερους συγχρόνους θεολόγους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και από αγίους, δίνουν την Ορθόδοξη θεώρηση τόσο της Αγίας Γραφής, όσο και της Θείας Αποκάλυψης.
Όταν λέμε Αγία Γραφή εννοούμε τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης που εγράφησαν από τους Προφήτες, Ευαγγελιστές και Αποστόλους. Όπως γνωρίζουμε η δημιουργία του Κανόνος της Καινής Διαθήκης, που ιδιαίτερα μας απασχολεί, έχει μια μακρά ιστορία. Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι κείμενα περιστασιακά, εγράφησαν σε διαφόρους καιρούς και για έναν ορισμένο σκοπό. Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο προοριζόταν για τους τελείους Χριστιανούς, τους βαπτισμένους, ενώ τα τρία αλλά Ευαγγέλια προορίζονταν κυρίως για τους κατηχουμένους.
Γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου: «Εις την Εκκλησίαν ο πιστός ως κατηχούμενος διέβαινε πρώτον το στάδιον της καθάρσεως καθ' ό εδιδάσκετο να διακρίνη μεταξύ τών ενεργειών τού Θεού και των κτισμάτων και δη τού διαβόλου και να συνεργάζεται ούτω με τον Θεόν διά την κατατρόπωσιν της ατελείας και επίτευξιν της τελειότητος βάσει της Παλαιάς Διαθήκης και τών ευαγγελίων τού Μάρκου, Λουκά και Ματθαίου κυρίως. Εν συνεχεία εβαπτίζετο γενόμενος νεοφώτιστος και εδιδάσκετο από το Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής τα μυστήρια της βασιλείας τού Χριστού βάσει τού ευαγγελίου τού Ιωάννου, και εστερεοποιείτο εις το στάδιον τού φωτισμού και ηδύνατο να προχώρηση υπό την καθοδήγησιν δεδοκιμασμένου γέροντος εις το στάδιον της θεώσεως ή ενώσεως ή θέας ή θεωρίας, δηλαδή εις τα ανώτερα εν τη ζωή ταύτη στάδια της τελειώσεως καθ' α μετέχει ακόμη διά της οράσεως εις την δόξαν και βασιλείαν τού Θεού» (Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη: Ρωμηοσύνη, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 308, σημ. 59).
Και οι επιστολές τού Αποστόλου Παύλου εγράφησαν και εστάλησαν στις εκκλησιαστικές κοινότητες για να επιλύσουν σοβαρά θέματα που τις απασχολούσαν. Δεν είχαν πρόθεση οι Απόστολοι να παρουσιάσουν συστηματικά την διδασκαλία την όποια παρέλαβαν από τον Θεό, γι' αυτό και η Αποκάλυψη δεν ταυτίζεται απολύτως με την Αγία Γραφή, όπως θα παρατηρηθή κατωτέρω. Υπάρχουν θέματα τα οποία, λόγω τού ότι δεν αντιμετωπίσθηκαν ως προβλήματα, δεν γράφονται μέσα στην Καινή Διαθήκη. Στο σημείο αυτό στηρίζονται οι Πατέρες, και ιδίως ο Μ. Βασίλειος, που κάνει λόγο για την Παράδοση που παραλάβαμε και είναι ισοστάσια με την Γραφή.
Η άποψη ότι η Αποκάλυψη είναι ο λόγος τού Θεού, που προσφέρει την γνώση όλων τών μυστηρίων και ότι η Αγία Γραφή δεν ταυτίζεται απολύτως με τον λόγο τού Θεού, και ακόμη ότι αυτή η Αποκάλυψη παραδίδεται με «ρητά και με νοήματα», διδάσκεται από πολλούς αγίους Πατέρες. Όμως στο σημείο αυτό θέλω να παρουσιάσω την διδασκαλία τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, όπως την εκθέτει στον Γ΄ ηθικό του λόγο (SC 122, σελ. 390-440). Η διδασκαλία αυτή είναι πολύ εκφραστική.
Ο άγιος Συμεών, εξηγώντας το τι ακριβώς είναι τα άρρητα ρήματα που άκουσε ο Απόστολος Παύλος, όταν ηρπάγη στον Παράδεισο, γράφει τα ακόλουθα αξιοπρόσεκτα για όσα θίγονται στο σημείο αυτό.
Ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του και γενικά όλα τα μυστήρια της Βασιλείας Του στην ψυχή τού ανθρώπου. Η λογική και αθάνατη ψυχή είναι μία. Και αυτή η ψυχή «πάσα αίσθησις έστιν, εν εαυτή δηλαδή πάσας εί τινες εισίν έχουσα» (σελ. 404). Όλες οι αισθήσεις της ψυχής είναι μία και εκεί γίνεται αυτή η φανέρωση τού Θεού. Έτσι ο ένας Θεός «τη μια και λογική ψυχή δι' αποκαλύψεως οφθήσεται, παν αγαθόν ταύτη αποκαλύπτεται και δια πασών τών ταύτης αισθήσεων ομού εν τω αυτώ οράται τούτο αυτή, βλέπεται και ακούεται, και γλυκαίνει το γευστικόν και το οσφραντικόν ευωδιάζει, ψηλαφάται, γνωρίζεται, λαλεί και λαλείται, γινώσκει, επιγινώσκεται και ό,τι γινώσκει νοείται» (σελ. 404). Ο Θεός, επομένως, αποκαλύπτει «παν αγαθόν» στην ψυχή τού ανθρώπου, φανερώνει όλα τα μυστήρια της Βασιλείας Του και ο άνθρωπος αποκτά υπαρξιακή γνώση και εμπειρία τού Θεού. Και εκείνος που ορά τον Θεό γνωρίζει καλά «ότι ορά τούτον ο Θεός» (σελ. 404).
Η Αποκάλυψη, κατά την διδασκαλία τού αγίου Συμεών, ταυτίζεται και συνδέεται με την έλλαμψη. Και αυτή η έλλαμψη γίνεται δια τού Αγίου Πνεύματος. Ο Προφήτης «δια της τού Πνεύματος ελλάμψεως ήτοι αποκαλύψεως τον Κύριον ημών πάντως και Υιόν τού Θεού» επιγινώσκει, «και δια της εξ αυτού υπηχήσεως αύθις τα περί της οικονομίας αυτού» διδάσκεται, «οιονεί την περί αυτού διδασκαλίαν ην εκείθεν» μανθάνει «ιδιοποιησάμενος» (σελ. 406). Γι' αυτό τονίζουμε ότι η πλήρης Αποκάλυψη των αληθειών της Πίστεως δόθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής στους Αγίους Αποστόλους και ακόμη ότι κάθε νέα θεωρία τού Θεού από τους αγίους είναι ουσιαστικά βίωση της Πεντηκοστής. Έτσι η ύψιστη μορφή της Αποκαλύψεως είναι η Πεντηκοστή, όταν δηλαδή ο άνθρωπος με την δύναμη και ενέργεια τού Παναγίου Πνεύματος γνωρίζη τον Θεό και ενώνεται μαζί Του.
Η Αποκάλυψη αυτή στον άνθρωπο λέγεται έλλαμψη και θεωρία. Και αυτή η θεωρία προσπορίζει στον άνθρωπο την αληθινή γνώση τού Θεού. Όλες οι εσωτερικές πνευματικές αισθήσεις αποκτούν αυτήν την γνώση τού Θεού. Επομένως η γνώση τού Θεού δεν είναι μια κίνηση και ενέργεια της λογικής, αλλά μια κοινωνία όλης της ψυχής και αυτού ακόμη τού σώματος με τον Θεό. Γι' αυτό οι άγιοι, κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, αποκαλούν «την θεωρίαν γνώσιν και την γνώσιν πάλιν θεωρίαν», καθώς επίσης αποκαλούν «την ακοήν όρασιν και την όρασιν ακοήν» (σελ. 404). Έτσι η όραση τού Θεού είναι και ακοή και η ακοή τού Θεού είναι και όραση τού Θεού. Στην Μεταμόρφωση τού Χριστού πάνω στο όρος Θαβώρ και η ακοή τής φωνής τού Θεού «ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός» ήταν θεωρία τού Θεού. Όραση (θεωρία) και ακοή τίθενται εναλλάξ στην Αγία Γραφή. «Ούτω τοίνυν η θεία Γραφή και την θεωρίαν τού Θεού ακοήν και την ακοήν αντί θεωρίας συνήθως τίθησιν» (σελ. 406). Και αυτή η ακοή και η θεωρία είναι γνώση. «Ώστε ακοήν την εν τη θεωρία τής δόξης τού Πνεύματος εγγινομένην ομού διδασκαλίαν και γνώσιν λέγει» (σελ. 406).
Η Αποκάλυψη όμως τού Θεού δεν προσφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, όπως δίδεται η ευκαιρία σε πολλά σημεία τού βιβλίου αυτού να υπογραμμίσουμε, αλλά μόνον σε όσους είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι να δεχθούν αυτήν την έλλαμψη και γνώση τού Θεού. Αναλύοντας ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος την παραβολή τού Χριστού, σύμφωνα με την οποία εξεδιώχθη από τον γάμο ο μη έχων ένδυμα γάμου, γράφει ότι με αυτό έδειξε ο Κύριος «ότι ουδείς εκεί μελανηφορών εισελεύσεται» (σελ. 414). Το ότι εισήλθε και στην συνέχεια εξεβλήθη έξω δεν σημαίνει ότι έκανε λάθος ο αλάθητος, «αλλ' ότι ούπω καιρός ην αποκαλύψαι τα τοιαύτα μυστήρια» (σελ. 416). Μόνον οι άξιοι, οι καθαρθέντες, είναι δεκτικοί αυτής τής Αποκαλύψεως, γιατί, όπως υπογραμμίζει ο άγιος Συμεών, οι ελλάμψεις «τοις αξίοις εκφαντικώτερόν τε και τρανότερον» αποκαλύπτονται (σελ. 400).
Ο λόγος και τα ρήματα που άκουσε ο Απόστολος Παύλος, κατά τον άγιο Συμεών, είναι «αι μυστικαί και επ' αληθώς ανέκφραστοι δια τής ελλάμψεως τού αγίου Πνεύματος, θεωρίαι τε και υπερμεγαλοπρεπείς άγνωστοι γνώσεις, ειτ' ουν αθέατοι θεωρίαι τής υπερφώτου και υπεραγνώστου τού Υιού και Λόγου τού Θεού δόξης τε και θεότητος» (σελ. 398-400). Έτσι λόγος και ρήματα είναι αυτή η ίδια η Αποκάλυψη, η οποία ταυτόχρονα είναι και άγνωστη γνώση και ανέκφραστοι, «αθέατοι θεωρίαι τής υπερφώτου και υπεραγνώστου» θεότητος τού Χριστού.
Αυτός όμως ο λόγος και τα ρήματα, που είναι η θεία Αποκάλυψη, είναι άφραστα. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, είναι σαφής όταν τονίζη ότι «το ρήμα τού Θεού και ο λόγος αυτού, δια τού στόματος αυτού εξερχόμενος (δηλαδή δια τού Αγίου Πνεύματος) άφραστος εστι παντελώς ανθρωπίνη γλώσση και ακοή σαρκίνη πάντη αχώρητος, ου μόνον δε, αλλά και εις την αίσθησιν αυτής μη δυνάμενος ελθείν, τής αισθήσεως δηλονότι μη ισχυούσης αισθανθήναι τα υπέρ αίσθησιν» (σελ. 396). Ο λόγος, λοιπόν, και το ρήμα είναι άφραστα. Δεν μπορούν τελείως να εκφρασθούν. Με άλλα λόγια οι Αποκαλύψεις τού Αγίου Πνεύματος δεν μπορούν στην τελειότητα να διατυπωθούν με «ρήματα» και «νοήματα». Γι' αυτό τονίζει ο άγιος ότι «ουδέ εν των βλεπομένων η ακουσμένων, καθώς ταύτα ορά και ακούει, οίον εστι και οία ειπείν ποτέ δύναται. Δια τούτο και γλώσση ταύτα λαλήσαι αδύνατον είναι προσέθηκεν» (σελ. 408).
Με όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι η Αγία Γραφή δεν είναι λόγος τού Θεού. Δεν ταυτίζεται ο λόγος του Θεού πλήρως με την Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή είναι λόγος περί τού λόγου τού Θεού, αφού ο λόγος και το ρήμα είναι αυτή η ίδια η Αποκάλυψη και η Αποκάλυψη είναι αδύνατον να εκφρασθή τελείως. Η Αγία Γραφή δεν είναι Αποκάλυψη, αλλά λόγος περί της Αποκαλύψεως. Δεν είναι Πεντηκοστή, αλλά λόγος περί της Πεντηκοστής. Βεβαίως η Αγία Γραφή περιλαμβάνει «ρήματα και νοήματα», αλλά η Αποκάλυψη, που δέχεται κάθε άγιος κατά την θεωρία τού Θεού, είναι υπερτέρα της Αγίας Γραφής. Το ίδιο γίνεται, όπως θα σημειωθή πιο κάτω, και στους όρους των Οικουμενικών Συνόδων. Η εμπειρία των αγίων είναι υπερτέρα των όρων και αυτών ακόμη τών Οικουμενικών Συνόδων. Έτσι, όπως υπογραμμίζεται πολλές φορές στο βιβλίο αυτό, η Αγία Γραφή δεν είναι πηγή της πίστεως, γιατί πηγή της πίστεως είναι η εμπειρία και η Αποκάλυψη, που δέχονται οι άγιοι, και επομένως η Αγία Γραφή δεν μπορεί να ερμηνευθή έξω από την εμπειρία τών θεουμένων αγίων, αυτών δηλαδή που εδέχθησαν και δέχονται στην προσωπική τους ζωή την Αποκάλυψη και έτσι γνώρισαν όλα τα μυστήρια της Βασιλείας τού Θεού. Αυτοί είναι άξιοι και δεκτικοί της Αποκαλύψεως.
Ο π. Αθανάσιος Γιέβτιτς γράφει εκφραστικά: «Το κείμενο της Αποκαλύψεως δεν είναι «πηγή» της θεολογίας. Είναι μόνο η θεόπνευστη, έλλογη μαρτυρία περί τού οραθέντος και βιωθέντος και γνωσθέντος, κατά το μέτρο της πίστεως και δεκτικότητος της ζώσης προσωπικότητος η οποία περί αυτού μαρτυρεί και τών ζωντανών προσώπων στα οποία η μαρτυρία αυτή απευθύνεται» (Σύναξη τεύχος 3 σελ. 19).
Ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης σημειώνει γι' αυτό το σημείο: «Η ιδέα ότι η Γραφή δύναται να ταυτισθή προς την αποκάλυψιν είναι ου μόνον γελοία από πατερικής απόψεως, αλλά και καθαρά αίρεσις. Η Γραφή δεν είναι αποκάλυψις, αλλά λόγος περί της Αποκαλύψεως. Η Γραφή είναι το μοναδικόν κριτήριον της αυθεντικής (γνησίας) Αποκαλύψεως, αλλ' η αποκάλυψις δεν περιορίζεται, ακόμη και χρονικώς, εις την Γραφήν. Η Πεντηκοστή είναι η τελική και υψίστη μορφή της Αποκαλύψεως, ότε το Άγιον Πνεύμα ωδήγησε τους αποστόλους εις πάσαν την αλήθειαν, ως επηγγέλθη τούτο ο Χριστός, αλλ' η Πεντηκοστή δεν είναι γεγονός άπαξ λαβόν χώραν εν τη ιστορία, αλλά συνεχιζόμενη εμπειρία και συμμετοχή εντός της Εκκλησίας εις τον δοξασμόν τού Χριστού και υπό τού Χριστού χορηγηθέντα ως δώρον εις εκείνους, οίτινες επέτυχον διαφόρους βαθμούς τελειότητος δια της μεταβάσεώς των από της καθάρσεως εις τον φωτισμόν, όστις καταλήγει εις υψηλοτέρας μορφάς θεωρίας, τ. ε. εις την θέωσιν ή την δόξαν.
Άλλαις λέξεσιν, η εμπειρία των αποστόλων κατά την Πεντηκοστήν μεταδίδεται ως ο πυρήν της παραδόσεως από γενεάς εις γενεάν κατά τοιούτον τρόπον, ώστε η Ορθόδοξος Εκκλησία κατέχει εν τω μέσω της ζώντας μάρτυρας τού εν Χριστώ δοξασμού, οίτινες δια τούτο έχουν την κατά το δυνατόν πλήρη κατανόησιν της Αποκαλύψεως της δόξης τού Θεού εν Χριστώ, τόσον εν τη Παλαιά, όσον και εν τη Καινή Διαθήκη.
Η Γραφή καθ' εαυτήν δεν αποτελεί την άκτιστον δόξαν τού Θεού εν Χριστώ, και επομένως η Γραφή δεν είναι αποκάλυψις. Η Γραφή δεν είναι π.χ. Πεντηκοστή, αλλ' ομιλεί περί της Πεντηκοστής. Ουχ ήττον ο δοξασμός των προφητών, τών αποστόλων και τών αγίων εν τη ανθρωπίνη φύσει τού Χριστού είναι η Πεντηκοστή εις διαφόρους βαθμίδας και επομένως είναι αποκάλυψις. Η Πεντηκοστή είναι δια τον άνθρωπον η τελική μορφή τού δοξασμού εν Χριστώ, ουχί μόνον μεταγενεστέρα εμπειρία, αλλά μάλλον συνεχής εμπειρία εντός της Εκκλησίας, περιλαμβάνουσα λέξεις και εικόνας, ενώ ταυτοχρόνως υπερβαίνει τας λέξεις και τας εικόνας. Άλλαις λέξεσι, περιλαμβάνει το σώμα, τον νουν και τας διανοητικάς δυνάμεις, αλλά συγχρόνως και τας υπερβαίνει τελείως. Δια τούτο ακριβώς η εμπειρία της Πεντηκοστής, ήτις υπερβαίνει τας λέξεις, τας εικόνας, το σώμα και τον νουν, δεν δύναται να συλληφθή ή εκφρασθή δια λέξεων. Επομένως, η σημαντικωτέρα όψις της πεντηκοστιανής Αποκαλύψεως δεν δύναται να ταυτισθή προς την Γραφήν, ήτις αποτελείται εκ λέξεων και εικόνων εννοιοφόρων. Δια τούτο και η εμπειρία της Πεντηκοστής εμπεριέχεται εις την Γραφήν και συγχρόνως υπερβαίνει την Γραφήν, εφ' όσον αυτή δεν αποτελή την πεντηκοστιανήν αποκάλυψιν τής δόξης τού Θεού εν Χριστώ δι' Αγίου Πνεύματος καθ' εαυτήν». (Καθ. Ιωάννη Ρωμανίδη: Κριτική θεώρησις τών εφαρμογών τής Θεολογίας εις Πρακτικά τού Β' Συνεδρίου Ορθ. Θεολογίας, σελ. 419-420).
Ο Αρχιεπίσκοπος Σινά παρατηρεί: «Η Αγία Γραφή γράφηκε από τους θεούμενους, στους οποίους αποκαλύφθηκε από τον Θεό η ορθή πίστη.
Η Παλαιά Διαθήκη περιέχει τις ενέργειες τού Λόγου προ τής σαρκώσεώς Του. Η Καινή Διαθήκη περιέχει τις ενέργειες τού Λόγου ύστερα από τη σάρκωσί Του, όπως επίσης και τη διδασκαλία και τα θαύματά Του.
Η ίδια η Αγία Γραφή δεν είναι η «αποκάλυψη» τού Θεού, γιατί αυτή γίνεται μόνο στους θεούμενους. Είναι βιβλίο «περί τής αποκαλύψεως». Δεν είναι ο λόγος τού Θεού, όπως λένε οι προτεστάντες. Είναι βιβλίο «περί τού λόγου τού Θεού», διότι περιέχει την ορθή πίστη όπως την παραδίνουν οι θεούμενοι, οι οποίοι έτυχαν των θείων αποκαλύψεων αμέσως. Είναι, λοιπόν, η Αγία Γραφή μαρτυρία «περί τής αποκαλύψεως».
Όπως όλα τα αλλά «κτιστά ρήματα και νοήματα» είναι θεόπνευστα, έτσι και η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστος και απλανής οδηγός τού λαού τού Θεού στη θέωση. Είναι θεόπνευστη η Αγία Γραφή γιατί γράφηκε από θεοπνεύστους συγγραφείς, τους θεουμένους. Τα συγγράμματα τών αγίων Πατέρων είναι θεόπνευστα, γιατί γράφηκαν από θεόπνευστους και θεοφόρους αγίους Πατέρες. Οι αποφάσεις τών Συνόδων είναι θεόπνευστες γιατί πάρθηκαν από θεόπνευστους και θεοφόρους Πατέρες, από θεουμένους, από Αγίους» (Αρχιεπ. Σινά Δαμιανού: «Ορθοδοξία και Παράδοσις» εις «Εκκλησιαστική Αλήθεια» 85/16-4-1980).
Φαίνεται καθαρά από όσα παρετέθησαν ότι η Αγία Γραφή περιγράφει την εμπειρία της θεώσεως, η όποια και περιγραφόμενη παραμένει άρρητη. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Μη πολυπραγμόνει τοίνυν, αλλ’ έπου τοις πεπειραμένοις, μάλιστα μεν έργοις, ει δε μη τούτοις, τοις λόγοις γουν, αρκούμενος ταις παραδειγματικαίς εκφάνσεσιν αυτής. η γαρ θέωσις υπερώνυμος. Διό και ημείς πολλά περί ησυχίας συγγραψάμενοι, νυν μεν τών πατέρων προτρεψάντων, νυν δε τών αδελφών αιτησαμένων, ουδαμού περί θεώσεως αναγράψαι τεθαρρήκαμεν νυν δ’ επείπερ ανάγκη λέγειν, ερούμεν, ευσεβή μεν τη τού Κυρίου χάριτι, παραστήσαι δε ουχ ικανά. και λεγομένη γαρ άρρητος εκείνη μένει, μόνοις ενώνυμος, κατά τους πατέρας φάναι, τοις ευμοιρηκόσιν αυτής» (Γρηγορίου Παλαμά: Συγγράμματα, εκδ. Παναγιώτου Χρήστου, Τόμος Α', σελ. 644).
Ελέχθη προηγουμένως ότι και ο απαρτισμός τού Κανόνος της Καινής Διαθήκης έχει μια ιστορία. Από τους Αποστόλους και τους Ποιμένας τής Εκκλησίας δεν καταβλήθηκε απ' αρχής καμιά προσπάθεια να συγκεντρώσουν σ' έναν τόμο τα κείμενα τής Καινής Διαθήκης. Αυτό έγινε μεταγενέστερα. Παρά ταύτα η Εκκλησία ζούσε και οι Χριστιανοί τών πρώτων εκκλησιαστικών κοινοτήτων είχαν όλη την εμπειρία τής Πεντηκοστής. Σχετικά με τον Κανόνα τής Καινής Διαθήκης γράφει ο καθηγητής Σάββας Αγουρίδης: «Η ιστορία τον Κανόνος τής Κ.Δ. παρουσιάζει ορισμένα δυσχερή αλλά και άκρως ενδιαφέροντα προβλήματα. Η ιστορία τού Κανόνος έχει αναμφιβόλως αρχήν, η δε αρχή αυτή, κατά την κρατούσαν σήμερον άποψιν, είναι η συλλογή τών Επιστολών τον Αποστόλου Παύλου. Αναγνωρίζεται επίσης υπό πάντων, ότι περί τα τέλη τού τετάρτου αιώνος μ.Χ. ο κανών τών γνωστών 27 βιβλίων της Κ. Διαθήκης είχε πλέον αποτελεσθή. Τι συνέβη όμως κατά την μεταξύ τών δύο τούτων ορίων περίοδον; Η ιστορία τού Κανόνος κατά την εν λόγω περίοδον εγείρει ορισμένα προβλήματα, η εξέτασις τών οποίων είναι δύσκολος και η λύσις έτι δυσχερεστέρα. Ιδού μερικά τοιαύτα προβλήματα: Εις ποίον ακριβώς σημείον της περιόδου αυτής ανεφάνη η ιδέα τού Κανόνος της Κ. Διαθήκης; Ποία ήτο η σύνθεσις τού πρώτου αυτού κανόνος; Η ιδέα αυτή τού Κανόνος της Κ.Δ. ήτο προϊόν εξελίξεως η ανεφάνη αιφνιδίως; Υποστηρίζεται υπό πολλών ερευνητών ότι εις τον Ιουστίνον, τον φιλόσοφον και μάρτυρα, περί το 150 εν Ρώμη, απουσιάζει η έννοια τού κανόνος. Μετά είκοσιν όμως η τριάκοντα έτη, εις τον Ειρηναίον ο Κανών της Κ. Διαθήκης είναι μία πραγματικότης. Εάν το πράγμα έχη ούτως, διερωτάται τις τι ακριβώς συνέβη μεταξύ 150 και 180 μ.Χ. εν σχέσει προς τον Κανόνα; Ποία ακριβώς στάδια ηκολούθησεν η ιστορική πορεία τού κανόνος μέχρι τού τέλους τού 4ου αιώνος;» (Σάββα Αγουρίδη: Εισαγωγή εις την Κ. Διαθήκην, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 58).
Από όσα παρετέθησαν καθίσταται σαφές ότι η Εκκλησία συγκρότησε τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, και μάλιστα μέσα σε μια μεγάλη περίοδο, αυτή ξεχώρισε τα κείμενα και παρέλαβε όσα εκείνη νόμισε. Γι’ αυτό το θέμα θα μιλήσουμε πιο κάτω. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθή δεόντως ότι η Αγία Γραφή μόνη της δεν είναι η μοναδική «πηγή» της πίστεως. Απλώς περιλαμβάνει κείμενα αυθεντικά που περιγράφουν την εμπειρία την οποία έχουν οι άγιοι συγγραφείς τών κειμένων και μάλιστα όχι όλη την εμπειρία, αλλά αυτήν που σχετίζεται με τα προβλήματα που απασχολούσαν τους Χριστιανούς τών εκκλησιαστικών κοινοτήτων. |
|
Τι είπε ο άγιος Φώτιος
για τα λάθη των αγίων Πατέρων
Έχουμε κατ' επανάληψιν μιλήσει για την έννοια της Θείας Αποκάλυψης και της Θεοπνευστίας στην Εκκλησία του Κυρίου σε αυτή την ιστοσελίδα. Έχουμε επίσης πει ότι άλλο πράγμα είναι το "αλάθητο", και άλλο πράγμα η Θεοπνευστία. Και ότι ακόμα και οι άγιοι Πατέρες, έχουν κάποια όρια, στο τι απ' όσα δίδαξαν, αποτελεί Θεία Αποκάλυψη, και στο τι αποτελεί προσωπική τους γνώμη. Καιρός όμως, να δούμε τι λέει γι' αυτό το θέμα, ένας από τους ίδιους τους αγίους Πατέρες, ο άγιος Φώτιος!
Ψυχολογικές ανάγκες
Η χρησιμότητα του παρόντος άρθρου, πέρα από το ότι μας βοηθάει να έχουμε ένα Ορθόδοξο κριτήριο ανάγνωσης και αποδοχής των γραμμένων σε κείμενα αγίων Πατέρων, διορθώνει την εσφαλμένη (και συχνά στενόμυαλη) στάση ορισμένων Χριστιανών, που προσκολλούνται σε κείμενα αγίων Πατέρων, με μία Ορθοδοξίζουσας μορφής Προτεσταντική νοοτροπία. Όπως δηλαδή οι Προτεστάντες μένουν κολλημένοι "στο γράμμα" της Αγίας Γραφής, χάνοντας το Πνεύμα, έτσι και μερικοί αδελφοί μας, από υπερβολική αγάπη και σεβασμό προς τους αγίου Πατέρες, εκλαμβάνουν οτιδήποτε δουν γραμμένο από αυτούς, ως κατ' ανάγκην "Θεία Αποκάλυψη", και επειδή το είπε κάποιος άγιος, ακόμα και λάθος αν είναι, αρνούνται πεισματικά να εξετάσουν με ανοιχτή διάνοια και μια διαφορετική θέση.
Είναι λογικό και ψυχολογικά χρήσιμο, να επιζητούμε κάποιο "σταθερό" σημείο αναφοράς, μια αμετακίνητη και ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ βάση, πάνω στην οποία να στηρίξουμε την πίστη μας. Όμως αυτό δεν σημαίνει, ότι οι ψυχολογικές μας ανάγκες για κάτι τέτοιο, πρέπει να μας οδηγήσουν σε μία ουτοπική θεώρηση ορισμένων πραγμάτων, όπως είναι για παράδειγμα τα Ιερά Κείμενα. Η Θεία Αποκάλυψη, δεν δόθηκε για να μας στερήσει την ελευθερία και την κριτική σκέψη, και να μας κάνει άγνωμους αποδέκτες προ-κατασκευασμένων "δογματικών πακέτων". Δόθηκε ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, για να μας ΑΣΚΗΣΕΙ την ελευθερία και την κριτική σκέψη. Το δόγμα δόθηκε για να μας οδηγήσει ΕΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και ΠΛΗΡΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ στη βίωση της εν Χριστώ ζωής, ώστε να μπορούμε κι εμείς να βιώσουμε όλα όσα κατέγραψαν πριν από εμάς οι άγιοι Πατέρες, που βίωναν την εν Χριστώ ζωή. Γιατί τελικά τα όσα μας παρέδωσαν, δεν είναι παρά εκφράσεις της εν Χριστώ εμπειρίας τους, με στόχο να μας οδηγήσουν στη βίωση αυτής της ίδιας αγιοποιού εμπειρίας. Το να αγκιστρώνεται κάποιος τυφλά σε κείμενα, αρνούμενος να αξιοποιήσει το θεόδοτο δώρο της ΥΠΕΥΘΥΝΗΣ αναζήτησης της κατά Θεόν ζωής, όχι μόνο δεν αποτελεί ευκταίο Χριστιανικό χαρακτηριστικό, αλλά αντιθέτως, αποτελεί προσπάθεια αποποίησης ευθυνών, και φυγοπονία! Ζητάει καταφύγιο βεβαιοτήτων, στρουθοκαμηλίζοντας, αντί να ασκήσει κρίση και κόπο εξιχνίασης των βαθέων του Θεού.
Ο παραδεδομένος από τον Θεό λόγος, είναι "λυχνάρι που φέγγει σε σκοτεινό τόπο, ώσπου να ανατείλει ο Φωσφόρος στις καρδιές μας" (Β΄ Πέτρου 1/α: 19). Προσέξτε! Δεν μιλάει για προσκόλληση στον προφητικό λόγο. Μιλάει για μια προσωρινή σχέση, ΩΣΠΟΥ να αρχίσει να διδάσκεται πλέον ο Χριστιανός από τον Θεό άμεσα, και να βιώνει την εν Αγίω Πνεύματι ζωή. Τα κείμενα των αγίων, είναι βοηθητικά και προσωρινά. Η ΣΧΕΣΗ με τον Θεό είναι αιώνια!
Τι είπε ο άγιος Φώτιος
Ενώ λοιπόν τα κείμενα των αγίων Πατέρων, στην συντριπτική τους πλειονότητα, είναι πλήρη Πνεύματος Αγίου, και μας δίνουν πληθώρα Θείων Αποκαλύψεων, υπάρχουν και ορισμένα σημεία, ή ορισμένες τους θέσεις, (ΣΠΑΝΙΟΤΑΤΑ βέβαια), που και αυτά περιέχουν ορισμένα λάθη, ή προσωπικές τους απόψεις, που θα ήταν λάθος κάποιος να τα εκλάβει ως Αποκάλυψη Θεού, μόνο και μόνο επειδή τα έγραψε κάποιος άγιος.
Όταν για παράδειγμα, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, υπολογίζει σε κείμενό του την ημερομηνία γέννησης του Κυρίου Ιησού, και λέει ότι ο πατέρας του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή ήταν "αρχιερέας", και μπερδεύει τα δύο θυσιαστήρια του ναού, πρόκειται για σαφέστατο λάθος. Ή όταν ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης μιλάει για την σωτηρία και των ασεβών, κι εδώ είναι κάτι που η Εκκλησία το έχει χαρακτηρίσει λάθος Συνοδικά! Και όταν ο άγιος Αυγουστίνος ερμηνεύει την εν Χριστώ Σωτηρία δικανικά, και πάλι είναι λάθος, μια και συγκρούεται ευθέως με την πίστη των άλλων αγίων πατέρων. Μάλιστα θέσεις του αγίου Αυγουστίνου, αποτέλεσαν (και αποτελούν) αφορμές ρήξης με τη Δυτική εκκλησία, καθώς εκεί εμμένουν σε κάποιες από τις εσφαλμένες θέσεις του, μόνο και μόνο επειδή ήταν άγιος!
Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα κοιτάμε τα κείμενα τών αγίων πατέρων με καχυποψία και με υψηλοφροσύνη ενώπιόν τους; Θα τα διαβάζουμε άραγε με πνεύμα αντιλογίας και αναζητώντας σε αυτά σφάλματα;
Όχι βέβαια! Τα κείμενα των αγίων Πατέρων, είναι πηγή σοφίας, γνώσεως και Αγιοπνευματικής ζωής. Είναι διαμάντια Θείας Αποκάλυψης και πηγή Αποστολικών Παραδόσεων, και ξεχειλίζουν από τη Χάρη του Θεού. Τα κείμενα των Αγίων Πατέρων, είναι φως και ζωή. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι είναι αλάθητα! Αυτό δεν σημαίνει, ότι επειδή γράφτηκε κάτι από κάποιον άγιο, είναι ΚΑΤ' ΑΝΑΓΚΗΝ σωστό, και ότι πρέπει να το υποστηρίζουμε με φανατισμό, έστω και αν κάποιος μας επιδεικνύει ντοκουμέντα για κάτι διαφορετικό. Όλοι οι άνθρωποι, ακόμα και οι άγιοι, έχουν κάνει λάθη στη ζωή τους! Και ο σκοπός αυτού του άρθρου, είναι να βοηθήσει να αποφεύγονται ΟΙ ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ, και οι αδικαιολόγητες προσκολλήσεις σε κάτι σπάνιο, που βεβαίως θα μπορούσε να είναι λάθος, σε αυτά τα κείμενα.
Τι κριτήρια μπορούμε λοιπόν να αναζητήσουμε, για το πότε είναι δυνατόν κάποιος άγιος Πατέρας να έχει κάνει κάπου λάθος;
Ας δούμε τι γράφει γι' αυτό ακριβώς το θέμα, ένας απ' αυτούς, δηλαδή από τους ίδιους τους αγίους Πατέρες, ο άγιος Φώτιος:
«…Πόσαι δε περιστάσεις πραγμάτων πολλούς (=πατέρες) εξεβιάζοντο, τα μεν παραφθέγξασθαι, τα δε προς οικονομίαν ειπείν, τα δε και των απειθούντων επαναστάντων, τα δε και αγνοία, οία δη περιολισθήσαι ανθρώπινον... Ει δε παρεφθέξαντο μεν ή διά τινα αιτίαν νυν αγνοουμένην ημίν της ευθύτητος εξετράπησαν, ουδεμία δε ζήτησις αυτοις προσενήνεκται, ουδ’ εις μάθησιν της αληθείας ουδείς αυτούς παρακάλεσε, πατέρας μεν ουδέν ελλάτον αυτούς, ει και μη τούτο είπον, επιγραφόμεθα... τοις λόγοις τούτων, εν οις παρηνέχθησαν, ουχ εψόμεθα…» (Φωτίου, Επιστολή Ε΄, Προς τον Ακυλουΐας Ιωάννην ι΄, εις Ι. Βαλέττα, Φωτίου Επιστολαί, Λονδίνο 1864, σ. 196).
Ας δούμε τι σημαίνουν τα λόγια αυτά σε απλή σημερινή γλώσσα:
«...Ακόμη, πόσες δυσκολίες των καταστάσεων ανάγκαζαν πολλούς Πατέρες άλλα να τα παραποιούν, άλλα να τα λεν με πνεύμα συγκατάβασης, άλλα να λεν όταν ξεσηκώνονταν οι απείθαρχοι, άλλα να τα λεν από άγνοια, καθώς βέβαια είναι ανθρώπινο να σφάλει κανείς. Και αν παραποίησαν κάτι ή, για κάποιο λόγο που εμείς τώρα αγνοούμε, παρεξέκλιναν από την ορθή πορεία, τη στιγμή μάλιστα που δεν τους ζητήθηκε να εκφέρουν άποψη ούτε κανείς τους παρακάλεσε να του διδάξουν την αλήθεια, τους αναγνωρίζουμε το ίδιο ως Πατέρες, όπως θα τους αναγνωρίζαμε και αν δεν εξέφραζαν αυτή την άποψη... τη διδασκαλία τους στην οποία πλανήθηκαν δε θα την ακολουθήσουμε...» (Μετάφραση από το φιλόλογο Παύλο Χατζηπαππά, την οποία μεταφέραμε σε μονοτονικό).
Για το ίδιο κείμενο, ο θεολόγος Μιχαήλ Μπερκουτάκης, κάνει τα εξής σχόλια, τα οποία παραθέτουμε αυτούσια για να κατανοήσουμε τα λεγόμενα του αγίου Φωτίου σε βάθος:
«...Ακόμα, πόσες φορές οι δύσκολες περιστάσεις της ζωής δεν ανάγκασαν πολλούς από τους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας, άλλα πράγματα να τα παραποιήσουν, επειδή δεν μπόρεσαν ούτε και οι ίδιοι, να τα κατανόησαν σωστά, άλλα πράγματα να τα πουν με πνεύμα οικονομίας και συγκατάβασης, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τη δύναμη, να εννοήσουν το πραγματικό τους νόημα, άλλα πράγματα να τα πουν με αυστηρό και ελεγκτικό τρόπο, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους απειθείς αιρετικούς, που εξεγείρονταν εναντίον της Εκκλησίας, ενώ, τέλος, άλλα πράγματα να τα πουν λανθασμένα από άγνοια, γιατί, φυσικά, είναι ανθρώπινο, το να σφάλλει κανείς. Ακόμη, όμως, και αν οι Πατέρες της Εκκλησίας παραποίησαν κάτι ή παρεξέκλιναν από την ορθή πίστη, είτε γιατί θεολόγησαν για ζητήματα, για τα οποία δεν υπήρχε σωτηριολογική σημασία, είτε γιατί δεν τους παρακάλεσε ο λαός του Θεού, να του αποκαλύψουν την αλήθεια, που είναι αναγκαία για τη σωτηρία του, είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, τον οποίο εμείς σήμερα αγνοούμε, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση, ότι έχουμε το δικαίωμα, να τους αναγνωρίζουμε ως Πατέρες λιγότερο, από όσο θα τους αναγνωρίζαμε, αν δεν είχαν υποπέσει σε σφάλματα... αρκεί, φυσικά, να μην ακολουθούμε τη διδασκαλία τους στα σημεία εκείνα, που έκαναν λάθη...». (Παράφραση του κειμένου από το θεολόγο Μπερκουτάκη Μιχαήλ).
Τα λόγια του αγίου Φωτίου, είναι χαρακτηριστικά: Ένας άγιος Πατέρας, μας λέει σαφώς, ότι ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ να συναντήσουμε λάθη στα κείμενα των αγίων Πατέρων. Γι' αυτό και είναι αδικαιολόγητοι, όσοι εμμένουν σε φράσεις αγίων Πατέρων, για να υποστηρίξουν με φανατισμό ζητήματα που "δεν ήταν ζητούμενα" στην εποχή που γράφτηκαν, αλλά που σε μια μετέπειτα εποχή, διορθώθηκαν και διατυπώθηκαν σωστά, είτε από άλλους αγίους Πατέρες, είτε από επιστημονικά ντοκουμέντα, αν ήταν επιστημονικά ζητήματα, είτε όταν έφθασε πλέον ο καιρός να δοθεί γι' αυτά μια πληρέστερη θεώρηση από την Εκκλησία του Κυρίου.
Η Εκκλησία, είναι Εκκλησία αληθείας. Και είναι πάντα ενωμένη με τον Ζώντα Χριστό. Δεν εξαρτάται από κείμενα. Δεν προσκολλάται σε κείμενα και προσωπικές θέσεις, όταν τα στοιχεία δείχνουν κάτι διαφορετικό, ούτε έχει πρόβλημα να πει ότι όλα τα μέλη της είναι δυνατόν (ως άνθρωποι) να κάνουν λάθη. Και αυτό το ξεκαθαρίζει στο ανωτέρω κείμενο ένας άγιος Πατέρας, ο άγιος Φώτιος. Το ότι οι άγιοι Πατέρες έκαναν και λάθη, είναι Πατερική διδασκαλία!
Εάν λοιπόν κάποιος επιμένει, να αναζητάει μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας το "αλάθητο", τότε κατ' ανάγκην πρέπει να δεχθεί ότι κάνει λάθος ένας άγιος της Εκκλησίας, ο άγιος Φώτιος! |
|